ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

29.12.10

Ίλιγγος θανάτου


Μια πόλη εγκλωβισμένη σε στροφές.Στροφές γεμάτες μορφές,οι οποίες ελεύθερες τινάζουν την σκόνη από τα γυμνά τους σώματα.Γυμνά σώματα περιχυμένα με οινόπνευμα και σκουριά.Οινόπνευμα μάυρο και σκουριά γαλάζια.Δέντρα άυπνα.Άυπνα σε μια άηχη πόλη.Άυπνοι γίγαντες με μουστάκια και μελόν καπέλα.Ρουτίνα από φτηνά τσιγάρα,ξεχασμένα σε καπνοθήκες και σύννεφα.Σύννεφα με μισούς ήλιους και ακούρδιστα ρολόγια.Ρολόγια με τέσσερις δείκτες και τρεις λέξεις.Παρελθόν.Παρόν.Μέλλον.Τρεις λέξεις σταματημένες στην άγνωστη τέταρτη.Παρελθόν.Παρόν.Μέλλον.Και ύστερα;
Σήκωσε τους ώμους στους εργάτες και ψέλισε.

΄΄Φοβάμαι πως μια μέρα ο χρόνος δεν θα μπορεί να αλλάξει παρα μόνο τον εαυτό του΄΄

Ακούστηκαν πριόνια να καρφώνουν,σφυριά να ξηλώνουν, καρφιά να ξεβράζουν μπετόν και ύστερα η άηχη πόλη σκεπάστηκε από ένα διαρκές γκρίζο ουρλιαχτό.Ο τέταρτος δείκτης είχε σταματήσει σε μια λέξη.

΄΄Άυτό θάνατος΄΄

Όλα ήταν προσχεδιασμένα.Θα τελείωναν όπως είχαν εξ αρχής ξεκινήσει.Με ένα τίποτα.

21.12.10

μια ασπιρίνη πριν τη συντριβή,παρακαλώ !

Κλείδωσε τη πόρτα.Άφησε μια ρουφιξιά κρυμμένου τσιγάρου να απλώνεται στην είσοδο και έφυγε.Ο κόσμος έξω βούιζε.Δεν έβλεπες κανέναν,μα αισθανόσουν μια διαρκή επαφή με στενά ανθρώπινα άκρα.Η λίμνη στεκόταν αμέτοχη,παρακολουθώντας την ερήμωση των υγρών της.Η απουσία της κένωνε τα πάντα.Ρουφούσες και ρουφούσες μα τελικώς άνοιγες το στόμα σου και ξερνούσες το τίποτα.Πως είναι να τρέχεις στην άμμο με παπούτσια;Μα δεν τρέχεις στην άμμο με παπούτσια!Γιατί;Γιατί έτσι.Το έτσι δεν είναι απάντηση.Μμμ ξεφώνισε και σωριάστηκε στη ταράτσα.Το άσπρο σπίτι κουνιόταν αρνούμενο την αποχώρηση του από την όχθη των νερών της.Ξαφνικά έβαψε τα μαλλιά της λευκά και τρόμαξε κάτι μαύρα πουλιά.Ξεχύθηκε στα ασπρόμαυρα φρύδια που τη κοίταζαν μέσα και έξω και κατέβασε το κεφάλι στους αστραγάλους.Έτσι που είχαν αράξει τα ψάρια με ορθάνοιχτα μάτια στη στεριά,μύριζε περίεργα.Πετρέλαιο έσταζε ο ουρανός και έβλεπες σκαμένα χαντάκια κάτω από βράχους.Είχε πάψει να γελά,να ουρλιάζει,να σιωπά.Και δεν την ένοιαζε καθόλου.Ποια ήταν αυτή που θα πήγαινε κόντρα στα όργανα;Χώμα.Και χέστηκε κιόλας.

8.12.10

όταν το ταβάνι κλαίει


Μια πολυθρόνα ξεχασμένη σε μια ανελέητη μοναξιά.
Δεν καθόταν σε τίποτα προβλέψιμο παρά σε εσοχές ή εξοχές βράχων.
Διέσχιζε τους στενούς διαδρόμους του σπιτιού,κρατώντας πάντα ένα βιβλίο με σκληρό σταχτί εξώφυλλο.Η ίδια διαδρομή κάθε ξημέρωμα στης 2.
Φορούσε εκείνα τα γυαλιά μυωπίας που εκείνη αγαπούσε.Θα μπορούσε κανείς να πει πως είχαν πλέον γίνει μια ακαθόριστη μάζα με το πρόσωπό του.Ένας ανάγλυφος όγκος που της άνηκε.
Κουβαλούσε πάντα μαζί του,ένα μαύρο κοτλέ παντελόνι με γεμισμένες τσέπες,φουσκωμένες απο γόπες.Όλες ξένες.Άλλες γνωστών άγνωστων,άλλες κοκκινισμένες από το κραγιόν της άλλες ξεχασμένες από ξενύχτια.Περπατούσες πλάι του και ένιωθες πως θα βουλιάξεις μαζί του σε μια θάλασσα τελειωμένων τσιγάρων.
Η ζωή του ήταν συνδεδεμένη με μια πικρή ακαταστασία.Άμα την γευόσουν,μπλεκώσουν με το χάος και ύστερα έπρεπε να ξεπλυθείς με τόνους νερό για να ΄ρθεις στα λογικά σου.
Έκείνη,ήταν μονίμως τυλιγμένη με μια γαλάζια πετσέτα.Η καθημερινή της επαφή με το σωτήριο υγρό την είχε στιγματίσει.Το δέρμα της είχε πια ζαρώσει κάνοντας το να μοιάζει με αυτό της μητέρας της.Τα μάτια της είχαν γίνει μια κόκκινη λίμνη.Κοίταζες μέσα τους και σκεπαζώσουν από ένα μαυριδερό ρεύμα.Ρούχα δεν φορούσε ποτέ.Όλα ήταν απλωμένα πάνω στα ζεστά σώματα των καλοριφέρ και θα ΄λεγε κανείς πως όχι απλά έμεναν το ίδιο υγρά αλλά μετέφεραν και τη χαμηλή θερμοκρασία τους,τριγύρω,στα δωμάτια.Τα παπούτσια της ήταν στιβαγμένα στο μπαλκόνι,με μια ελαφριά κλίση(πάντα προς τα μέσα) και στράγγιζαν.
Όλοι τη θυμούνται με εκείνη τη γαλάζια πετσέτα,να γυροφέρνει στις πλατείες,κόβοντας κλαδία.Με μαλλιά γκρίζα να στάζουν από παντού.
Ξέρουμε για ΄κεινη από απλούς ανθρώπους που έτυχε να την συναντήσουν στο δρόμο τους.Μα όλα αφορούν αυτά αφορούν τη μορφή της,τη παρουσία της στο χώρο.Για την απουσία της γνωρίζουμε λίγα, και αυτά βγαλμένα από μια κόλλα χαρτί.
Μπορεί λοιπόν, να ζούσε τυφλωμένη από το χάος του,μα ήξερε καλά πως ακόμα και αν μάζευε τούς ήχους από το βιολί του και τους άπλωνε με δύναμη πάνω τα σκούρα χαρακτηριστικά του,ακόμα και έτσι δεν θα κατάφερνε να δημιουργήσει τίποτα περισσότερο από ακαθόριστες μάζες των άνω και κάτω άκρων του.
Πολλές φορές φώναζε ''Πάψε να σχεδιάζεις εναέριες καταστάσεις.Σταμάτα να ερωτεύεσαι το ξύλο και να παρενοχλείς τις χορδές τριγύρω σου.Κρυώνω,δεν με βλέπεις;Κολυμπώ μέσα μου.Αποδεσμευσέ με!''και ύστερα βυθιζόταν στην σιωπή των παραθύρων.
Εκείνος συνέχιζε να υφαίνει το άπειρο.Συνέχιζε να εισχωρεί στα τραγούδια από την τελευταία είσοδο,εκείνη τη στενή στην άκρη της σκηνής,σκεπασμένη με ένα μπορντό πέπλο και να στέκεται όρθιος,εγωιστικά,σαν τελευταία μόρια οξυγόνου.Κουνούσε έτσι το κεφάλι σαν ξενυχτισμένη σκιά και οι κόρες του διαστέλλονταν.
Περνούσε ο καιρός και έιχε πάψει να της μιλάει ή να της απευθύνει το λόγο.Ζούσαν στη σιωπή.Τρέφονταν από αυτήν.Οι δυο τους ενάντια στους εαυτούς στους.
Εκείνη ήταν γι αυτόν,οτι και αυτός για 'κείνη.Ένας Νοέμβρης πιο ζεστός από ποτέ.Ένα ετήσιο καλοκαίρι που θα άφηνε ανεξίτηλα τα συντρίμια του για αιώνες μετά.
Κανείς ποτέ δεν τους είδε μαζί.Στην αρχή τους άκουγαν,ύστερα απλά ένιωθαν τη παρουσία τους και τα τελευταία χρόνια τους είχαν πια ξεχάσει,θεωρόντας τους αγνωούμενους ενός σιωπηλού εμφύλιου πολέμου.
Το σπίτι τους στέκει πάντα στον ίδιο δρόμο,στο ίδιο στενό,μουχλιασμένο μέσα,έξω.Περνώντας από γύρω του,νιώθεις πως μέρα με τη μέρα χάνεται και κάποιο κομμάτι του,πως οι ιδιοκτήτες του το εξαφανίζουν και αυτό.Το τραβούν στο βυθό τους χωρίς κανείς να υποψιάζεται τίποτα.

Ίσως μετά από χρόνια στη θέση του βρούμε έναν γαλάζιο τοίχο τυλιγμένο με κισσούς και παιδιά να σκαρφαλώνουν ψάχνοντας για κάποια καλά κρυμμένη θέα από την άλλη μεριά,'ισως όμως και τίποτα.Ποιός ξέρει;

7.12.10

πολύ(;) φοβάσαι;


Είχες πει πως θα κάθεσαι στα σκαλάκια και θα μαζεύεις τα πόδια σου μέχρι τα γόνατα να ακουμπήσουν στο δικό μου πηγούνι.Είχες πει πως έτσι θα κρυβόμαστε από το φως και τα πεσμένα φύλλα.Σήμερα τα σκαλάκια κοντεύουν να λιώσουν από την ανυπαρξία και εσύ χαμογελάς στα ψέματα σου.Χαμογελάς και σε 'μενα και με βλέπεις σαν το τέλος που φωτεινό θα σε συντρίψει.Δεν κουβαλώ φως μαζί μου.Οι τσέπες μου είναι άδειες.Το βάρος μου οφείλεται σε πέτρες κρυμμένες στα μάτια μου.Ακόμα και όταν με σκορπάς στους τοίχους και περιμένεις να λάμψω ,εγώ πάλι συνθλίβομαι σαν ακαθόριστος όγκος στις γωνιές και μεθώ.Τι περιμένεις λοιπόν ; Δεν είμαι εγώ το μεγάλο παράθυρο που σου φωνάζει τις νύχτες.Το λευκό ποδήλατο που θα σε σώσει.Άσε τα καλώδια που κρατάς πεισματικά,μπροστά μου.Μεγαλώσαμε.Δεν θα 'πρεπε να 'ταν έτσι,το ξέρω.Μα θέλει ακόμη, πολύ φως να ξημερώσει και βαρέθηκα να προσπαθώ να σε πείσω πως με χρειάζεσαι.Ναι.

και είναι τελικά αυτή η μετριότητα που σε σκοτώνει.

25.11.10

ντριμ πέρσον

13.11.10

επόμενη κίνηση και άναψε τσιγάρο (Αυτός)

Μια απότομη στροφή στο χωλ.Με το δάχτυλο του πίεσε τον διακόπτη.Στράφηκε στο μικρό δωμάτιο που ώρες κλειστό έιχε υιοθετήσει την ανάσα της.Τα μάτια του ακόμα κλειστά,αντιστέκονταν στο θέαμα της απουσίας.Ήξερε πως στο επόμενο του βήμα θα μπερδευτεί με τα ρούχα τους(τα ρούχα του τότε) και θα σωριαστεί σαν χάρτινος πύργος στο ξύλινο πάτωμα.Κούνησε χέρια πόδια,μα κατευθύνθηκε προς τα πίσω.Οι αναμνήσεις τρίκλισαν στο εγκεφαλό του.Μια λάθος λέξη.Μια λάθος απόφαση.Ένας λάθος αναστεναγμός.Και πεταλούδες παντού.Ύστερα κατέβασε το κεφάλι τόσο ώστε το πηγούνι του να ακουμπήσει στο θώρακα και αφέθηκε.Την αισθανόταν παντού.Ένιωθε πως αν ακουμπήσει το δέρμα του έστω και για ένα δευτερόλεπτο θα βουλιάξει από κάτω προς τα πάνω σε μια γλυκία υγρασία.Έπρεπε να σκεφτεί.Επόμενη κίνηση και άναψε τσιγάρο.Άφησε να περάσουν στιγμές,ίσως και χρόνια και φύσηξε τον καπνό προς τον απέναντι τοίχο.Θέλει βάψιμο,σκέφτηκε.Ο τοίχος θέλει βάψιμο.Όλο το σπίτι θέλει βάψιμο.Ίσως και εγώ.Ίσως και όχι όμως. 6:54 ,μέρα;μήνας;χρόνος; Μήπως άλλαξε η ώρα;Πήγαμε μπροστά ή πίσω;Πολύ νωρίς ξημέρωσε σήμερα.Αηδείασε και ο ίδιος με τον εαυτό τουκαι υπέκυψε σε ένα ειρωνικό χαμόγελο.Ένα άγνωστο εγώ διέκρινε πάντα μετά από κάθε ιδιωτική του συνομιλία με τα αντικείμενα του χώρου,μα σήμερα είχε αρχίσει να τον τσαντίζει ο κάθε ήχος ο οποίος δεν φανέρωνε κάποιο,οποιοδήποτε σημάδι ύπαρξης της στη ζωή του.Εξαντλημένος,σωριάστηκε στην πολυθρόνα.Ένιωθε τα μαύρα του μούσια,μεθυσμένα να αποζητούν οξυγόνο και ύστερα όλα τα μαύρα χαρακτηριστικά του να τον εξαντλούν.Μισούσε το μαύρο.Χάρη σε αυτήν το είχε οικειοποιηθεί και τώρα πλέον χάρη σε αυτήν θέλει όσο τίποτα άλλο να το αποχωριστεί.Κουδούνια ακούστηκαν από το στενό δρόμο και αυτός έμεινε να κοιτάζει επίμονα την καφετιέρα στον πάγκο.Ήθελε καφέ।Αυτό ήταν γεγονός.Μα αρνιώταν πεισματικά να ανοίξει το στόμα του και να εισχωρήσει σε αυτό κάτι άλλο εκτός από αυτήν.Ναι θα 'θελε πολύ να μπορούσε να την φυλακίζει ανάμεσα στα δόντια του.Μόνο αυτήν.Τίποτα άλλο.Δεν ήθελε νερό ή φαγητό.Τίποτα।Απλά αυτήν περιτρυγιρισμένη από καπνούς.Μα τι εγωιστής,σκέφτηκε.Γουρούνι.Όχι.Θα περίμενε,θα περίμενε όσο χρειαστεί και το ήξερε καλά.Μουσική.Μια μελωδία γνώριμη,έφτασε στα αυτιά του,διακόπτοντας την απόγνωση του.Ένα τηλέφωνο έτριξε εκεί κοντά.Ξαφνιασμένος έψαξε ανάμεσα σε τόνους χαρτιών και απάντησε με ένα
-ΝΑΙ
~ΕΓΩ
-ΕΣΥ
Κενό.Διάστημα.Κενό.
~ΘΑ'ΡΘΕΙΣ;
-ΙΣΩΣ,ΔΕΝ ΞΕΡΩ
~ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΛΟΙΠΟΝ
Ώρα 7:46 Σύννεφα και μια κρυμμένη βροχή να στάζει από τα μπαλκόνια.Ώρα 7:५२.Στην ίδια θέση.Μικρό κράτημα της αναπνοής του και ταλαντούμενες σκέψεις.Ώρα 8:13.Ώρα 8:30.Βάζει μπρός.Ένα κράνος ψηλά και παλάμες ανοιγμένες στον αέρα.Δρόμοι.Γκάζι.Δρόμοι.Και ύστερα ένας παράδεισος.Αφρισμένα νερά,απλωμένα σε μια επίπεδη αμμουδιά και βαθιά κάτω ένας θολός βυθός καρφωμένος σε μυτερά βράχια.Στην άκρη μικρά,μετρημένα κύμματα και δυο αιωρούμενες κόκκινες τούφες σε γκρίζο φόντο.Την είδε.Αυτήήταν.Ήταν αυτή.Δεν χωρούσε αμφιβολία.Φορούσε τα παπούτσια με τις τρύπες και κρατούσε έναν άσπρο ,τσαλακωμένο φάκελο.Αυτός.Ήταν εκεί.Ήταν εκεί και αυτός.Σε ένα άλλο σώμα.Σε μια άλλη απόφαση.Στο χιλιοστό σταυροδρόμι που έπρεπε να τολμήσει.Τα κύτταρά του ή τη ανεξήγητη θέλησή του να την αγγίξει;Είδε μπροστά του να περνούν συνιθισμένα πρωινά και νύχτες όλο φωνές.Σταμάτησε.Κάτι πουλιά μαζεύτηκαν πάνω από το κεφάλια τους.Έβγαζαν λεπτούς ήχους.Πούπουλα τα μαλλιά τους και ύστερα ένας ατελείωτος οργασμός αλμυρής βροχής απλωμένος στη γύμνια τους.

επόμενη κίνηση και άναψε τσιγάρο (Αυτή)

Καθισμένη στα πλακάκια,μια λυγισμένη μορφή κρατιόταν από τα γονατά της.Κομμένη στα δυο,ένιωθε,δυο διαφορετικά σώματα να δένονται πάνω της,κατασκευασμένες μαριονέτες ενός παιδιού.Τα μάτια της σαν απολιθωμένες σκιές είχαν σχηματίσει στο πρόσωπο ρυάκια χρωμάτων και σχημάτων.Κάτι έλειπε και γνώριζε καλά τι.Έπρεπε να καθαρίσει.Να σταθεί στα πόδια της και να τινάξει τη σκόνη από τα έπιπλα,πρώτα,και ύστερα από πάνω της.Με ένα υγρό μαντήλι να διώξει κάθε είδους μούχλας που είχε εγκατασταθεί στη ζωή της.Νόμιζε πως η σάρκα της και σάρκα του,ξεγυμνομένες από τα μοντέρνα ελατήρια του 21 ου αιώνα θα καταφέρουν να εκμηδενίσουν κάθε είδους μύκητα που ως τότε απειλούσε τη ζωή της.Μα όχι.Τα ελατήρια ήταν εξαρχής ελλατωματικά και ο περασμένος αιώνας είχε αφήσει παντού χαλάσματα από αγνά αισθήματα.Δεν ήταν αυτός που ήθελε να την κοιμήσει στο στήθος του.Αλλά δεν ήξερε αν η θέληση ήταν και δική της.Έτριξε τα δόντια της,μεταξύ τους,λέγοντας στο εγώ της,επόμενη κίνηση,και άναψε τσιγάρο.Φύσηξε τον καπνό ψηλά ακολουθώντας τον με το βλέμμα της.Ύστερα από την ολοκληρωτική διαλυσή του στα μόρια του αέρα,βρέθηκε μπροστά από το παράθυρο να κρατάει ένα μολύβι.Ήθελε το μαύρο του,στη ζωή της.Να της ανήκει όπως και τα προσωπικά της αντικείμενα.Να μην τον μοιράζεται παρά μόνο με τα διαφορετικά σημεια του σώματός της.Τι εγωίστρια.Τι κοινή ύπαρξη.Τι κοινή γυναίκα.''Οι άντρες είναι πουλία κορίτσι μου,μην τους περιμένεις.Πάρε όσα πιο πολλά μπορείς από αυτούς και τράβα γι'άλλού'' Λόγια κοινά από παλιές φίλες που έπρεπε να πιστέψει και να εφαρμώσει.Όχι.Αυτός δεν ήταν πουλί.Αυτός δεν θα έφευγε.Αυτός ίσως δεχόταν να φυλακιστεί.Αυτός... Πόσα θα μπορούσε να πάρει από τη μορφή του,για να σωθεί,για να χορτάσει; Ένα άπειρο υψωμένο στο άπειρο και θα παρέμενε μισή.Το μολύβι χάραξε λέξεις.Λίγες,μικρές,γεμάτες και το χαρτί τυλίχτηκε μέσα σε φάκελο,περιμένοντας.Σέρνοντας τα άκρα της,ως μια βαριά ύπαρξη,πλανιόταν στον χώρο αναζητωντας τη συσκευή τηλεφώνου.Με μουδιασμένο εγκέφαλο,τράβηξε τις κουρτίνες,σχεδόν με τα νύχια της,τις έσκισε,τόσο ώστε να βλέπει τα κτήρια απέναντι να στέκουν βουβά με τα κόκκινα κεραμύδια τους.Δεν θυμόταν αριθμούς,ονόματα ή καταστάσεις।Δεν της είχε μάθει ποτέ κανείς πως να αποκαλεί κάποιον,πως να αντιστέκεται,πως να σκέφτεται.Ήταν αυτοδίδακτη σε μια ζωή που δεν της άνηκε και τώρα έπρεπε να σιγουρέψει την υπαρξή της.Το ντιτ ντιτ ακουγόταν απειλητικό,σαν ένα πιστόλι στημένο στο κρόταφό της.Θα πατούσε εκείνο το κόκκινο κουμπί και θα έλιωνε την αναθεματισμένη συσκευή όταν ένα -ΝΑΙ ήχησε ξαφνικά περιμένοντας απάντηση.Πέρασαν μικροί αιώνες γύρω της που χόρευαν με πολύχρωμες στολές κοιτάζοντας την επίμονα,έπρεπε να πει κάτι. -ΕΓΩ.έκλεισε τα μάτια.Ποια εγώ άραγε;Πόσα εγώ υπάρχουν εκεί έξω;Πόσα.. -ΕΣΥ .Ταξίδια ψηλά της φάνηκαν οι κορνίζες στον τοίχο. -ΘΑ 'ΡΘΕΙΣ; Σε ποιον απευθυνόταν; -ΙΣΩΣ,ΔΕΝ ΞΕΡΩ, Ίσως ίσως να ήταν αργά.Ίσως πάντα να έπρεπε να περιμένει.Μα τώρα την είχε κουράσει ακόμα και η σκεψη της λέξης περιμένω.Ας ήταν. -ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΛΟΙΠΟΝ.Καλημέρα λένε τα παιδιά και ξεχύνονται στους δρόμους με τα σχολικά σακίδιά τους.Καλημέρα λένε οι γνωστοί περαστικοί.Καλημέρα έφτασε να πει και η ίδια σε μια άγνωστη φωνή.Το κόκκινο κουμπί πατήθηε σχεδόν αμέσως και αυτή κλείνοντας δυνατά τη πόρτα πίσω της εισέβαλε στο ασανσέρ.Πάτησε το κουμπί για το ισόγειο.Βρισκόταν σε ένα κουτί και το ένα τέταρτό της θα 'θελε να κλείσουν τα φώτα και να μείνει εκεί μέσα να σαπίσει δίπλα στα πλαστικά χερούλια και τον βρώμικο καθρέφτη.Να βλέπει το είδωλο της να διαλύεται σαν χώμα.Ο αέρας νίκησε και βρεθηκε στο πεζοδρόμιο να ψάχνει για μια στάση λεωφορείου.Νούμερα,πρωινοί αχνιστοί καφέδες,γέλια, παντζούρια να ανεβαίνουν και αυτή εκεί ανάμεσα να αναζητά το χαμένο έδαφος.Επιβιβάστηκε.Χειρολαβές και βελούδινα καθίσματα.Και ύστερα πρόσωπα και πρόσωπα και θολές εκρήξεις.Επόμενη στάση..Βρέθηκε ξαφνικά σε μια λαβωμένη ύπαρξη.Ένας ουρανός σωριασμένος σε γκρίζα νερά και μια βελούδινη αμμουδιά κάτω από τα πόδια της.Τίναξε τα μαλλιά της με μια γρήγορη κίνηση ,σαν να τίναζε τα περιττά χρόνια που είχαν εγκατασταθεί λαθραία στο κορμί της.Ένιωσε τη μορφή της να στέκει στις γωνιές μιας καλοσχεδιασμένης σκηνής θεάτρου και άπλωσε τα δάχτυλα ρουφώντας οξυγόνο.Ήταν εκεί.Με ένα φάκελο αραδιασμένο σις παλάμες της και πρόσωπο στραμμένο στον ομιχλώδη ορίζοντα.Ξαφνικά κάποιος φύσηξε κόκκους άμμου.Καθάρισε τα βλέφαρα της,κοίταξε τα παπούτσια της και όντας έτοιμη να αρχίσει να μετακινεί τα άκρα της προς τα πίσω ,τον είδε.Φορούσε εκείνο το τρελό άσπρο του βλέμμα.Ήταν αυτός,εκεί.Μια ολοκληρωμένη αντίθεση σε ένα σωστά γεωμετρικά κορνιζαρισμένο πορταίτο.Σταμάτησε.Κάτι πουλιά μαζεύτηκαν πάνω από τα κεφάλια τους.Έβγαζαν λεπτούς ήχους.Πούπουλα τα μαλλιά τους και ύστερα ένας ατελείωτος οργασμός αλμυρής βροχής απλωμένος στη γύμνια τους.

11.11.10

διάλογος 1

- Δεν είναι δικές σου οι στιγμές ,ξέρεις .
~ Τι θες να πεις ;
- Σταμάτα να κρέμεσαι από βράχια.Γίνεσαι κουραστικός.
~ Πονάνε τα κόκκαλα μου από το σώμα σου.Δεν λυπάσαι ;
- Λυπάμαι μονάχα για τα μάτια σου,που κενά 'χασαν τις λάμψεις τους.
~ Τα έκλεψες όλα.Ακόμα και τις στάχτες από τις κοινές Κυριακές μας.
- Μου ανήκουν ,ξέρεις.
~ Άκου.Ανήκεις εκεί που αγαπάς.
- Ανήκεις μονάχα στον εαυτό σου.
~ Καμοιά φορά θα 'θελα να 'σουν σκιά και να σε γκρέμιζα.
- Οι σκιές μόνο στοιχειώνουν και πεθαίνουν.Δεν υφίστανται.Είναι οφθαλμαπάτες.
~ Οφθαλμαπάτη είναι το ανοιγόκλειμα των βλεφάρων σου.Οφθαλμαπάτη είσαι εσύ ολόκληρη,μα και μισή.
- Εξουδετερώθηκαν οι αντιδράσεις μας.Όλο βρέχει.
~ Σου είχα πει πως το φως τα ρουφάει όλα.
- Το σκοτάδι σου ακόμα με τρομάζει.Με τυφλώνει.
~ Φοβάσαι τις στροφές.Αυτό είναι το προβλημά σου.
- Το προβλημά είναι αυτή η βυθισμένη θάλασσα που σε κοιτάζει σαν ερωτευμένη πουτάνα.
~ Ζεις στα ψέματα.
- Ζω μέσα μου.

6.11.10

διάστημα 3


Αυτό το κενό μεταξύ των χεριών σου και του προσώπου μου,
με τρομάζει.
Στριμώχνομαι ανάμεσα στα χείλια σου,
στο βαθύτερο σου σημέιο,
και αναπνέω ρυθμικά μήπως και ακουστώ.

Φυσάς σκόνη.
Έξω φυσά σκόνη.
Συνεχίζεις.
Τα μαλλιά μου,γκρίζα.
Ξαφνικά με μεγάλωσες.
Με άσπρισες.
Με χυτά μαλλιά,
σκαρφαλώνω στον λαιμό σου.
Βλέπω τις αποστάσεις να μεγαλώνουν,
υγρά να ξεθωριάζουν στα νύχια μου.
Ζαρωμένο δέρμα ,το δέρμα μου.
Μου απορώφησες τη γυαλάδα.
Μου στείρωσες την νεανική μου απαλότητα.
Κουτσός από αισθητήρες,
συνεχίζεις να τραυλίζεις το ονομά μου.
Ψέματα λες.
Δεν το θυμάσαι.
Ξεχνάς κάθε εισχώρηση μου,
στο στήθος σου.
Κάθε μικρή αρπαγή της ανάσας σου,
από τα δόντια μου.
Ξεχνάς και το παράθυρο ανοιχτό
και ο Χειμώνας πλέον συνίθισε να κρέμεται από τα ρούχα μας.
''Υγρασία έχει έξω' 'λες,
και απλώνεσαι στην παλάμη μου.
''Μήπως έβρεξε σήμερα;'' σε ρωτώ.
Μα ξέρω πως αντί απάντησης,
θα λάβω

δυο κλειστά βλέφαρα,

μυριάδες αιωρούμενα κύτταρα,

τυλιγμένα
ανάμεσα
σε μια κούφια κένωση.

28.10.10

διάστημα 2


Οι κόγχες των ματιών σου στραμμένες στις πέτρες.
Μια ελιά στο λαιμό σου.
Αποτύπωμα ενός κόσμου στο σώμα σου.
Ας αφήσουμε τη θάλασσα να βρέξει πάνω μας.
Κράτησε με από τα μαλλιά,
να φιλώ τις ηλιαχτίδες σου.

Απαλαξέ με από τα ξένα δέρματα,
που σέρνω χρόνια μαζί μου.
Ελαφρυνέ με.
Μηδενισέ με.


Χαράζει απότομα απόψε
.
Το σταχτί φόρεμα μου,
μπερδεύτηκε στα πόδια σου.
Βλέπω τη θάλασσα να χύνεται στους ώμους μας,
με το πρώτο φως.

Δε χρειάζεται να πας στη δουλειά.
Μείνε να ανοίξουμε τα δώρα που σου έφτιαξα.
Όχι.
Μείνε τουλάχιστον για την έκπληξη.
Θα ντυθώ η ηθοποιός σου.
Η μούσα σου θα γίνω αν το θελήσεις.
Να γυαλίσεις τα παπούτσια σου,απλά.
Να ντύσεις τα βλεφαρά σου,
με άμμο
Χαμόγελο να μοιάσεις.
Και ύστερα εγώ,
θα(ας) καώ δίπλα στην ελιά σου.

27.10.10

διάστημα 1


Θέλω να κρατήσω αυτό το χέρι μέσα σου.
Να 'ναι χειμώνας με τα παράθυρα ανοιχτά.
Βαθιά μέσα σου.
Να 'ναι ολόγυρα μου στάχτες,
γκρίζες και κόκκινες από τα μάτια σου.
Τα νύχια μου.
Μου 'πες πως σε στοιχειώνουν.
Μέσα μου.Μέσα σου.
Να 'ναι ένας βαρκάρης με μια ομίχλη στο βάθος.
Λες πως η ομίχλη σε βοηθάει να δεις καλύτερα.
Λέω πως ο βαρκάρης σε μισεί.
Μέσα μου.
Τα μαλλιά σου άσπρισαν.
Μέσα σου.
Παλάμες λιώνουν.
Και ύστερα θάλασσες με άσπρα πανιά.
Και ύστερα -έξω- ποιήση.
Έξω σου.'Εξω μου.

Παρακαλώ.

-Κάνε με πικρή.Μέτρησε με στα μύγδαλα ανάμεσα.

25.10.10

κατευθύνσεις


γελάς γιατί σε θέλω



και ανεβάζεις το καπέλο ;



τελικώς.


Και πίσω τι υπάρχει ;
- Κενό.Διάστημα.Κενό
Και ποιος μιλάει τώρα ;
- Κάποιος που κοιμάται κάτω
Από ένα καπέλο.

23.10.10

τα τρια Τ και ένα τέταρτο




~ Τικάνωεγώεδώπέρα;
-Τρώγεσαιμεταρούχασου!
~Τρέμωστοάκουσματηςμορφήςσουαπλά.


#३ : τι να τα κάνεις τα κενά,όταν έχεις συνιθίσει να ζεις σε αυτά;


21.10.10

εκμυστηρεύσεις



οφ λούζινγκ γιου μέιμπι.

παύσεις

γι'αυτό πάψε πια να μιλάς

16.10.10

όταν τελειώνει ο καφές


Το ξύλινο πάτωμα έτριξε καθώς οι πατούσες του χάραζαν με κόκκινο,το σχήμα τους.
19 Μαΐου διάβασε στο ημερολόγιο μα ο καιρός έξω έσταζε Φθινόπωρο.Ακούμπησε το παλιό φλιτζάνι του πατέρα του,δίπλα στην καφετίερα.
Ο ίδιος, έστεκε σημαδεμένος από μια ολέθρια εξαφάνιση.Το ίδιο και το χέρια του όντας αφημένα πάνω στη μηχανή.

Στο συρτάρι,βρήκε το κουτί με την εικόνα της τζοκόντας πάνω.Το άνοιξε.Με ένα κουταλάκι του γλυκού άρπαξε κόκκους μαύρης ζάχαρης.Κοφτή κουταλιά.Κοφτές ανάσες.
Αυτός δεν ήθελε περιττές θερμίδες.Περιττή ενέργεια.

Στο ψυγείο στάθηκε βουβός.Ξέχασε για μια στιγμή τι έψαχνε να βρει.Γάλα.Αρκετές σταγόνες,άσπρου,παχύρευστου υγρού,εισχώρησαν στο φλιτζάνι.

Τώρα ήταν έτοιμος.Έτοιμος για όλα.

ξέρω πως ο ήχος του καφέ με θυμίζει.Μα κρατά τόσο λίγο.



και η μοναξιά συνέχισε να στάζει από τα έπιπλα.

15.10.10

βαλς


Tον αγαπάω καθώς με στροβιλίζει.
Όταν τα μάτια του ακολουθούν τον ρυθμό του βαλς που παίζει στο σαλόνι.
Δυο,τρία βήματα μπρος.Ένα πίσω.Και γλιστράω.

14.10.10

ας καούμε

Πορτοκαλίζεις παράξενα καθώς σε καίω
Μέρος πρώτο
Σιγή
Μάτια που τρεμοπαίζουν
Ψίθυροι,ουρλιαχτά
Σημεία στίξης
Απουσία
Μέρος δεύτερο
Υπακοή
Συγχώρεση
Τυχαίο άγγιγμα
Προσφωνήσεις
Μέρος τρίτο
Χρώματα
Μπογιές
Άρνηση
Σπασμωδικές κινήσεις
Απόψεις(κυρίως δικές σου)
Μέρος τέταρτο
Ένα τέλος
Δυο;
Μέρος πέμπτο
Μας βαράνε ντέφια
Μέρος έκτο
καήκες
Μέρος έβδομο
καήκαμε
Μέρος όγδοο
καήκανε
Μέρος ένατο
κάηκαν
Μέρος δέκατο
Επανάληψη
Τα μπέρδεψα


δαγκώνεις μια πληγή ακόμα κρύα

Πέρασε καιρός που έπαψα να σου απευθύνω τον λόγο,μα εσύ συνεχίζεις να τραβάς και να ξεριζώνεις το δέρμα μου και ύστερα αφού το γευτείς,να το φτύνεις μπροστά σου και να το πατάς.
Οι σόλες απο τα παπούτσια σου γέμισαν από τις σάρκες μου.
Περπατάς και κρέμονται.Τρέχεις και αποκόβονται.
Πρόσεξε.Θα 'ρθει μια μέρα που θα κουραστείς να κινείσαι.Θα σε βαραίνει το δικό μου σώμα που θελημένα κουβαλάς.Τα σύννεφα,πυκνά, θα σε συνθλίβουν σε κάθε σου ματιά και το νερό θα καίει τη γλώσσα σου ,σαν αίμα.
Σου γράφω,σου φωνάζω, μα εσύ συνεχίζεις να δαγκώνεις.Να με διαβρώνεις.

Αφού μου τα έχεις πάρει όλα εδω και καιρό,τι άλλο ζητάς και θέλεις και επιμένεις ;



#απάντηση# Το γέλιο σου .Να υπάρχει μόνο για 'μενα.

13.10.10

γεννέθλια




Μαμά δηλαδή στα γενεθλιά μου,μακρυμάνικο θα βάλω ;;;

10.10.10

γαλάζια δάχτυλα

Ανοίγω το παράθυρο που πριν λίγο κοιτούσες απωρημένος.Ο αέρας ουρλιάζει και χτυπάει στις πόρτες.
Ακούω κουδουνίσματα,ξεκουρδισμένα έγχορδα καταλαμβάνουν τα αυτιά μου.
Έγχορδα.Έγχορδα.
Στο μέσα δωμάτιο,εκείνο το οποίο αποκαλείς,μιούζικ ρούμ,επικρατεί μια ανεξήγητη ηρεμία.Οι τρανταγμοί και η ποιήση που άλλοτε γλιστρούσαν από τις χαραμάδρες,τώρα μπερδεύονται με τα μόρια του αέρα,χαμένα.
Κλείνω τα μάτια δειλά.
Αφουγκράζομαι τους ήχους σου,τα κουρδισματά σου.
Αισθάνομαι τα δάχτυλα του αριστερού χεριού σου να γλιστρούν στα τάστα και τα άλλα του δεξιού να κρατούν με αέρινη σιγουριά το δοξάρι.


Τα δαχτυλά σου.
Λεπτά,αλυσοδένουν χορδές και πνίγονται σε λασπωμένα νερά.
Τσακίζουν το ξύλο,με τον τρελό χορό τους.
Απαριθμούν τις σχισμές από τους τοίχους καθώς ξεριζώνονται από μια μελωδία άκρως αποκρουστική.
Τα δαχτυλά σου.
Αρρωστημένα.
Μαγνητίζομαι σε αυτά.
Μεθάω από τη χλωμάδα τους.
Τα δαχτυλά σου.
Μακρυά, κατρακυλούν στις σκάλες.
Καταφύγιο.
Με μολύνουν στο πέρασμα τους.
Τα δαχτυλά σου.
Σβήνουν τα σύννεφα.
Σβήνουν εμένα.

Μελωδιές θέλω.Μελωδίες πλασμένες από 'σενα.
Φωνές.
Και ύστερα σιωπές.Πολλές σιωπές,βυθισμένες στον αγαπημένο σου στίχο,αυτόν του ποιητή των θαλασσών,που κάθε βράδυ ξεχύνεις στα σεντόνια.

<< θεέ μου!Έχω μιαν άκακη,μια παιδική καρδιά,αλλά πολύ έχω πλανηθεί,κι έχω πολύ αμαρτήσει>>

9.10.10

με τον τζάρμους

χρειάζομαι :
  • τσιγάρα
  • ένα στρώμα
  • ένα κομμάτι από σπασμένο καθρέφτη
  • τη μουσική του Earl Βostic
  • τον γαμημένο χορό σου

και ύστερα


  • ένα παράθυρο,

για να ρίχνω τις στάχτες.

τοίχος


Κάτι σκιές ξαγρυπνούν στους δρόμους,
καθώς εσύ κουρδίζεις τα βλεφαρά σου.

8.10.10

ηχώ


Όπως ρουφάς τον καπνό μέσα σου,έτσι θέλω να ρουφήξεις και 'μενα.

6.10.10

αυτή τη φορά θα ναι διαφορετικό .

3.10.10

μικρέ μου,μην μεγαλώσεις ποτέ


Τον βλέπω να γράφει στα τετράδιά του.Να γεμίζει με σκέψεις τα χαρτιά.Κάθεται στο πάτωμα,ακουμπάει τα μικρά του χέρια στο κοντό,ξύλινο,τραπεζάκι και σκέφτεται.Κάπου κάπου,σηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει τα σπίτια να στέκουν βουβά απέναντι.Γεμίζει ιδέες και απορροφάται.
Τόσο μικρός ακόμα,τόσο αθώος,μα γεμάτος κινδύνους από μια καθημερινή ρουτίνα που καιροφυλακτεί στις γωνίες.

Τα μεγάλα του μάτια κοιτώ ,με εκείνες τις ολόμαυρες βλεφαρίδες που στοιχειώνουν τις νύχτες μου σαν φαντάσματα, και χαμογελάω.
Τόσο μικρός,μα γεμίζει τα κυτταρά μου με φωνές.
Με αγκαλιάζει και σφίγγεται πάνω μου.
Χωράει-μα για πόσο ακόμα άραγε;-στην αγκαλιά μου.Για ακόμα λίγο.
Λίγο.
Μέχρι να αρχίσουν να μεγαλώνουν τα πόδια του,να πηγαίνει μόνος του βόλτες,να φτιάχνει τα μαλλιά του ,να ασχολείται με κορίτσια,να αγοράσει κινητό.

Μικρέ μου σε ρωτώ,τι χρώμα θα πάρουν τα μάτια σου μόλις αντικρίσουν τον αληθινό κόσμο εκεί έξω ;

30.9.10

άτιμε κόσμε

Ξυπνάω μεσημέρι.Ολόγυρα σπασμένοι καθρέφτες.Όπου και να κοιτάξω,αντικρίζω τις χθεσινές πληγές.Ανέγγιχτες.

Περπατάω.Εύκολο είναι.Τρίζουν τα σίδερα και τα πατώματα και κάθε στερεό σώμα το οποιό ακουμπώ.Ψηλαφίζω διακόπτες.Χώνω τα χέρια μου στις μπρίζες.Στεγνές είναι.
Στο μπαλκόνι τυλίγομαι στα σίδερα.Σύννεφα.Πάλι πεσμένα στο κεφάλι μου.Φωλιές στα μαλλιά μου.

Πουθενά η λέξη ήχος.Τους οικειοποιήθηκες όλους.

Ζωγραφίζω.Έχω καιρό να μουτζουρώσω με λάδια τις κραυγές μου.Να καρφιτσώζω πινέλα στα μάτια μου.Ζωγραφίζω.Ξεσπάω στα χρώματα και βάφω το παρελθόν.

Νυχτώνει.

Παιχνίδια που κρατούσα μικρή,που έκαιγα με τα χέρια μου,τα βλέπω τώρα αραδιασμένα σε κουτιά.Μισώ τα κουτιά.Μισώ κάθε αποθηκευτικό χώρο που φυλακίζει τις στιγμές μου.Κρατάνε το παρελθόν μου,το αφήνουν να σκονίζεται,να διαστρεβλώνεται και ύστερα ξαφνικά,παρουσιάζονται μπροστά μου και μου ζητούν να το βάλω σε τάξη.Πάλι από την αρχή.
Τραβάω τα φώτα από το ταβάνι.Σχίζω χαραμάδες,από πόρτες αραχνιασμένες.Μπουκώνομαι με χώμα.Γεωπόνος είμαι.Τα παω καλά με το χώμα.

Ακόμα δεν ξημερώνει.

Οι κουρτίνες που κατέβασα για να πλύνω ,μια βδομάδα πριν,κείτονται ακόμα στο μπάνιο.Τα πάνε καλά με τους ήχους αυτές,βλέπεις τσαλακώνονται και μαυρίζουν.
Πρέπει να τις πλύνω.Πρώτα όμως πρέπει να πλύνω τις πληγές ,να ρίξω νερό στα χέρια μου και ύστερα βλέπω για τις κουρτίνες.

Τι ώρα είναι;Μα που χάθηκαν τα ρολόγια;Που χάθηκε το τικ τακ,που λίγο καιρό πριν μας ακολουθούσε παρέα;Το πήρες και αυτό μαζί σου;

Στο παράθυρο στέκει η Κρήτη μου.Μου χαμογελάει και μου κάνει νόημα να πλησιάσω.Κρατάω τις ανάσες μου και κατευθύνομαι στο μέρος της.Με δένει σφιχτά,πλησιάζει τα τρια κεφάλια της στα αυτιά μου και ψιθυρίζει ''Κορίτσι μου,τα ρολόγια όλα βρίσκονται καρφιτσωμένα πάνω σου।Μα δεν σε ακούς ;'' Γυρνάω απότομα και την κοιτάω στα έξι μάτια της ''Τι λέει η τρελή!'',σκέφτομαι,μα ξαφνικά θυμάμαι.
Είμαι η φυλακή του χρόνου.Τον κρατάω στα κύτταρα μου και τον κάνω οτι μου γουστάρει.Τον γυρίζω και τον σπρώχνω.Τον τρελαίνω.Ναι μου ΄χες πει πως έτσι χάνω δευτερόλεπτα.Χάνω ουσιαστικές,απειροελάχιστες στιγμές,γεμάτες ζωή.Μα ποιος τις χέζει και αυτές τώρα!Εδώ έχασα εσένα.
Έφυγε και η Κρήτη .Με εγκατέλειψε και αυτή ,σωριασμένη στα παράθυρα.Πήρε τις θάλασσες τις πίσω,ολόμαυρες,από στάχτες.Κάποτε καμάρωνε για τα χρωματιστά μπρατσάκια μου και τώρα με μισεί που την νέκρωσα,που την μαύρισα.

Άτιμο χρώμα το μαύρο.Τα ρουφάει όλα, αφήνει ένα κενό να στέκει αγέρωχο,με ορθάνοιχτα μάτια,να σε τρομοκρατεί.
Άτιμα όλα τα χρώματα.
Άτιμος και εσύ που τα ντύνεσαι(κάθε μέρα και άλλο).
Άτιμη και η μαμά μου,που δεν μου λέει,που έχει κρύψει τα πρώτα τετράδια ορθογραφίας μου.
Άτιμη και εγώ που μένω μωρό και χάνω τον εαυτό μου και δεν παίζω με τον αδελφό μου και καπνίζω και πίνω και σαγαπώ.

Άτιμα όνειρα.

28.9.10

λύθηκε η απορία

Χθες στο λεωφορείο,διάβασα σε ένα από 'κεινα τα λεπτά φρι περιοδικά ,που κανείς δεν φαίνεται να τους δίνει σημασία
πως τα γουρούνια είναι τα μόνα ζώα που μπορούν να καούν από τον ήλιο .

Εμ άντε στο καλό πια και αναρωτιόμουνα τόσο καιρό, πως γινέται και γύρισες από τις διακοπές σου κατακόκκινος !!


φακτ # 2 :
I dont hate you.I hate what youve done to me

27.9.10

ο ακορντεονίστας


Γυρνάει στους δρόμους.Πάντα φορώντας ένα φαρδύ,μαύρο,κοτλέ παντελόνι,ελαφρώς σκισμένο στις άκρες,κόκκινα αθλητικά,και πουκάμισο ανοιγμένο ψηλά,με κατεβασμένο γιακά.

Αδύνατος,σχεδόν ισχνός.Μάτια γαλάζια με κάτι ολόμαυρες κηλίδες στο βάθος.Βλέμμα χαμένο,ψεύτικα μακιγιαρισμένο.Στόμα λεπτό,αχρησιμοποίητο και πάνω από αυτό θεόρατο στέκει ένα χοντρό μουστάκι,σκούρο γκρι.Τα μαλλιά του μάυρα,σγουρά,μπλεγμένα με αγκάθια.Κάθε μέρα εκεί.Στην ίδια θέση.Στάσιμα.

Κουνιέται παράξενα.Τα πόδια του,τα χέρια του,όλο του το είναι,γεννημένο για έναν σκοπό,για έναν ρυθμο.
Γυρνάει.Κουβαλάει σχήματα και κουβάδες με χρώματα.Τα κρύβει κάτω από το πουκάμισο,εκεί δίπλα σε κλεμμένα φιλιά,γιατί ξέρει πως με λίγη μπογιά αν βάψει έναν τοίχο,σφαίρα αν κάνει την γη,θα κυνηγηθεί και ύστερα αιωνίως θα κυνηγάει.

Περνώντας κάτω από μπαλκόνια,τα χαρακτηριστικά του αίφνης εξαφανίζονται.Αόρατα αφήνονται σε ένα κενό,μετέωρο,που στέκει ανάμεσα σε αυτόν και σε αυστηρά πρόσωπα.

Σε μέρες γιορτινές ή συνήθως Σάββατα,όταν η περασμένη νύχτα,γεμάτη από αναστεναγμούς,αισθάνεται χορτάτη,κάτι κυριές,γύρω στα 50,δειλά δειλά κλέβουν παλιούς ρυθμούς από έρωτες και γιασεμιά και σιγοτραγουδούν,καθώς διώχνουν την σκόνη από την καθημερινότητα ή ξεθάβουν μυστικά ρουφώντας πικρό ζουμί από λευκό φλιτζάνι.
Αυτός ακάθικτος,χωρίς να αντιλαμβάνεται το χορό που στήνει,τους ηθοποιούς που πλάθει,συνεχίζει να αντιμετωπίζει τα προβλήματα ενός κουβαλητή,ενός κουβαλημένου.
Αυτός,δεν ταράζεται από φωνές.Από άχρηστους φθόγγους.
Γυρνάει.
Καμοιά φορά οι κατηφόρες,φαίνεται να τον τραβάνε,να τον σπρώχνουν,μα υπάρχει παντού,σε κάθε γωνιά,μια θάλασσα να στέκει αμίλητη,αρωγός,δεκανίκι για κάθε του παραπάτημα.

<συνεχίζεται>

25.9.10

όλα τα δεν



Δε θα 'πρεπε να ΄μαι εγώ εδώ,να βλέπω αυτά τα σπίτια.
Θλιμμένα μπαλκόνια απέναντι,ακατάστατα κεραμύδια και σκιές αποτυπωμένες σε ταβάνια.Τόσα χρόνια πια.Τόσο γνώριμα όλα αυτά.
Καθημερινά.
Ο ίδιος ουρανός που σε πλακώνει.Η μπύρα ξεχασμένη στο τραπέζι.Στο ίδιο μέρος.
Και ύστερα τα πρόσωπα.
Αυτές οι αργοπορημένες παρουσίες που μοιράζονται τις στιγμές σου

Δε θα 'πρεπε να μιλώ για αυτές.
Με φέρνουν όλο και πιο κοντά στην απόγνωση,στο αόρατο χάος.
Δρόμοι,λερωμένοι από τα παπούτσια μου,από τα σαπισμένα όνειρά μου.
Και προχωράω..
Λεωφορεία με ίδια νούμερα.Κρατάω σίδερα γνωστά.Καταλαμβάνω θέσεις λερωμένες.
Δε θα 'πρεπε σου λέω να τριγυρνάω σε αυτά τα μέρη.
Όχι

Στο νησί αυτό θα 'πρεπε να 'μουνα, σου λέω !
Να μιλώ με τα λιοντάρια.Να κρύβω τα μυστικά τους στις αγορές.
Στο κάστρο να σκορπάω τις αναμνήσεις μου και στο λιμάνι να σκηνοθετώ τις κινήσεις της φυγής μου.
Τα πρωινά να λούζομαι τα ατελείωτα καλοκαίρια.
Τα βράδια να κοιμάμαι με αριθμούς.

Στο νησί αυτό.
Εκεί χαμηλά στις απέραντες θάλασσες.




το ονομά σας ;

Κάθε μέρα συναντώ το όνομά σου.Κάθε μέρα και από την αρχή.
Πρόσωπα μου απλώνουν χέρια,ντύνονται με το χαιρέκακο ύφος τους και φωνάζουν ΄΄.....΄΄ (το όνομά σου)
Κουνάω το κεφάλι μου,προσποιόυμαι με ένα χαμόγελο γλυκό ως τα αυτιά και με αληθινό ξαφνιασμό ρωτώ ΄΄Πώς είπατε;΄΄
Ω μα ναι.Δεν άκουσα συγγνώμη.Συγγνώμη μα έχω πρόβλημα βαρηκοΐας.Συγγνώμη μα η μουσική ουρλιάζει και ο χώρος παρα είναι στενός για να το αντέξει.
Εντάξει συγγνώμη που απλά σιχαίνομαι τους φθόγγους σου.
Κατάρα.
Μου προσφέρουν τσιγάρα,από μάρκες άγνωστες και χλωμούς αναπτύρες που καίνε στα χέρια μου.Προφέρουν αριθμούς,με ντύνουν με ευχές και ύστερα ζητάνε να κοπώ κομμάτια και στον καθένα να χαρίσω από ένα.

Βαρέθηκα.Αγανάκτησα.Σιχάθηκα

Εγώ εσένα θέλω γαμώτο !
και μάλιστα ολόκληρο.Όχι κομμάτια.



φακτ # 1 : im not going to give up on you

22.9.10

πράσινος χρόνος

Tικ τακ - Βάζω τη μουσική που μισείς και χορεύω
Τικ τακ - Χοροπηδάω στο κρεβάτι σου,που συνεχίζει να τρίζει απελπισμένο
Τικ τακ - Ανοίγεις τη πόρτα.Εισβάλεις στο χώρο
Τικ τακ - Αδιάφορο βλέμμα.Ψυχρά χείλη
Τικ τακ - Αλκόολ
Τικ τακ - Κλειδώνεσαι στο μπάνιο
Τικ τακ - Γέμισες το πάτωμα λάσπες
Τικ τακ - Το καφέ παντελόνι σου σέρνεται στους τοίχους
Τικ τακ - Βγαίνεις.Στάζεις.Τρέμεις
Τικ τακ - Κολλάς πάνω μου
Τικ τακ - Μου πιέζεις τα πνευμόνια
Τικ τακ - Ουρλιάζεις μέσα μου
Τικ τακ - Σηκώνεσαι.Κλείνεις τη μουσική
Τικ τακ - Με παρατάς στα σεντόνια
Τικ τακ - Υγρό δωμάτιο.Μουσκέμα από τα μαλλιά σου
Τικ τακ - Μετρώ σταγόνες.Μια ,δυο ,τρεις...
Τικ τακ - Βρίζεις.Με βρίζεις.
Τικ τακ - Φοβάμαι.Σε φοβάμαι
Τικ τακ - Πουτάνα.Πουτάνα.ΠΟΥΤΑΝΑ
Τικ τακ - . . .
Τικ τακ - ; ; ;


Σκάσε γαμώ το τικ τακ μου γαμώ !

20.9.10

μισώ τα ψεματά σου ;

- Τι είμαι εγώ για 'σενα ;

~Δηλητήριο,απο 'κεινα τα πράσινα,στα μικρά μπουκαλάκια.Δυο μάτια που καρφιτσώνονται στα χείλη μου και με βυθίζουν.Σταγόνες που με πνίγουν.

-Σταμάτα.Μην μιλάς.Απλά σκάσε.Σκάσε σου λέω !

Ψεύτη
Ψεύτη
Ψεύτη

17.9.10

χαρακιά




Ένα κενό ξεσκίζω.
Μια ξεχασμένη χαραυγή τρυπώ στα αυτιά σου॥

Και κοιμάμαι .


Με ένα λευκό μαντήλι δένω τα μάτια μου

Με ένα λευκό μαντήλι δένω τα μάτια μου.
Εξαντλημένη,ανεβαίνω τις ξύλινες σκάλες.
Αχνιστός καφές χύνεται στις γάμπες μου
και εσύ τρέχεις με πετσέτες να με σκουπίσεις.
Οχι.
Σου ζητώ νερό και σε φαντάζομαι να με κοιτάς με βλέμμμα απορημένο.
Νερό.Πολύ νερό θέλω.
Να γίνουμε ορμητικά ποτάμια,
να βυθίσουμε επιτέλους τα καράβια μας.
Κουβάδες φέρνεις.
Μα δεν φτάνουν.



Με ένα λευκό μαντήλι δένω τα μάτια μου.
Ανοίγω πόρτες.
Σπάω παράθυρα.
Τζάμια στο πάτωμα.
Εξουθενωμένος,πέφτεις στα γόνατα,με αργές κινήσεις τα μαζεύεις.
Ύστερα τα κρύβεις κάτω από τις μασχάλες σου.
Μεγάλα κομμάτια.
Μικρά κομμάτια.
Όλα μαζεμένα εκεί.
Πονάς.
Φαντάζομαι πως γέμισες με αίματα.
Η μπλούζα σου η μπεζ, με την μαύρη τρύπα πάνω δεξιά,έγινε κόκκινη.
Κόκκινη.
<<Μαρέσει πιο πολύ έτσι>> σου λέω
και εσύ συμφωνείς.

Με ένα λευκό μαντήλι δένω τα μάτια ΣΟΥ
και φεύγεις.

ένα τέλος

- Αντίο.(λες)

Πρέπει να πιστέψω σε αυτό το αντίο.στο οριστικό και αμετάκλητο.(σκέφτομαι)

~Μα μέχρι πότε σκοπεύεις να μου πατάς το κεφάλι ;(ρωτώ τελικά)


για πάντα για πάντα (ακούω φωνές)


11.9.10

μια ερώτηση παρακαλώ



Απλώνουν χαλίκια στον δρόμο.
Εμάς ποιος θα μας απλώσει;

9.9.10

παρανοΪκος παραλογισμός

Έξω είναι νύχτα.Μέσα όμως,ένα φως εκτυφλωτικό,δεσπόζει.Σε βλέπω να κινήσαι με έναν παρανοϊκό χορό,να γλιστράς γύρω γύρω,να χτυπάς στα έπιπλα,να προσγειώνεσαι στο ταβάνι.Μιλάς μόνος σου και παριστάνεις έναν καθωσπρέπει κύριο που προσφέρει φωτιά σε μια πόρνη.Μιλάς και μιλάς.Αλλάζεις ρόλους χορεύοντας και αίφνης σωριάζεσαι στα σεντόνια,ιδρωμένος.

Παρακολουθώ αμέτοχη,ώσπου χωρίς λόγο και αιτία,αποφασίζω να σε εκμεταλευτώ και έτσι κάπου εδώ ξεκινάω τον παραλογισμό μου.

Σκέφτομαι λοιπόν,πως αν βγάλω τα μάτια μου,τα βουτήξω στο μελάνι και ύστερα αργά τα στραγγίσω πάνω στο στήθος σου(εκεί δίπλα στην καρδιά),θα σχηματιστούν πρόσωπα και πορτοκαλί ουρανοί στο σώμα σου.Θα γίνεις(τόσο εύκολο ήταν τελικά!) ένας πίνακας,σαν αυτούς του Μοντιλιάνι,που θαυμάζω και αγαπώ και θα πάψεις να μου είσαι μισητός,σιχαμένος.

Έτσι με τη σειρά μου και εγώ θα γίνω ένας ''νέος'' Μοντί. θα καταφέρω να γελάω σαρκαστικά και να σε παρομοιάζω με το la mort .Θα θυμηθώ επιτέλους ποια ήμουν πρωτού σε γνωρίσω,τότε που είχα κοντά μαύρα μαλλιά,φορούσα μακρυά φορέματα με μάλλινα πουλόβερ από πάνω.

Ω μα ναι!Ξαφνικά θυμάμαι τα πάντα.

Τις κρύες νύχτες που γελούσες με την κόκκινη μύτη μου και με αποκαλούσες παλιάτσο.Εκείνο το απόγευμα στη θάλασσα,όπου ανεβασμένος σε έναν βράχο,μου απήγγειλες στίχους του Rembaud και ενώ εγώ έκλαιγα ,εσύ με ένα άλμα(σαν να πέταξες για δευτερόλεπτα το ένιωσα,αλήθεια) βρέθηκες δίπλα μου και με το κεφάλι σου ακουμπισμένο πάνω στο δικο μου,μου ψιθύρισες''αύριο να βάψεις τα μαλλιά σου κόκκινα,να ταιριάζουν με τα παπούτσια που φορας''.Και εγώ νωρίς το άλλο πρωί,έτρεξα να πάω να βρω κόκκινη χέννα,μα ήταν Κυριακή,όλα ήταν κλειστά και θύμωσα πραγματικά.Το βράδυ εκείνο ,ύστερα από τρεις με τέσσερις μπύρες,στο εξομολογήθηκα και σε είδα να λύνεσαι στα γέλια.

Πώς σε αγαπούσα τότε να 'ξερες!Όταν άναβες και έσβηνες φωτιές στα χείλη μου,ζωγράφιζες το προφίλ μου στην άμμο και ύστερα με ανάγκαζες να σε θάψω δίπλα του...

Ω μα για κάτσε.Νομίζω πως ξεγεύγω.Όλο αυτό άρχισε ως παραλογισμός,ως η απόλυτη εξοντωσή σου απο το μυαλό μου και τελικά να που καταλήγει σε δάκρυα και ποπ κορν.

Θα το τελειώσω όλο αυτό με μια φράση αγαπημένη,από βιβλία παλιά,κιτρινισμένα.

<<ΕΠΙΘΥΜΩ ΝΑ ΣΕ ΣΥΝΤΡΙΨΩ>>


Κατάφαση.
Η απερίγραπτη αυτή θέληση μου,με βασανίζει τέτοιες ώρες σαν και αυτές που μόνος σου στήνεις το δικό σου έργο.Γίνεσαι πρωταγωνιστής του εαυτού σου και ξεσπάς στο παρόν μου.Με απλές κινήσεις με μηδενίζεις,με εξαντλείς και ύστερα μου ζητάς(μα πώς τολμάς αλήθεια!)να σε διασκεδάσω,να γίνω η μούσα σου.

Όχι.Απλά όχι.

Ξέρω πώς τη νύχτα της συντριβής σου,εγώ η άγνωστη,θα δω στον καθρέφτη το πρόσωπο του θανάτου σου.Θα στέκω χλωμή,μεσ΄ το σκοτάδι,έχοντας έναν και μοναδικό σκοπό:
ΝΑ ΚΑΤΑΚΤΗΣΩ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ ΣΟΥ


Έτσι ήταν πάντα τα ονειρά μου,βλέπεις,πλασμένα να σκοντάφτουν στον ύπνο σου,στα κλειστά σου μάτια.

31.8.10

ξημερώνει;


''Δεν μένω πια εδώ'' μου είπες και άπλωσες τα χέρια σου πάνω στο ξύλινο τραπέζι.Είδα τα δάχτυλα σου να ταλαντεύονται με στρογγυλές κινήσεις και το πρόσωπό σου,πιο ήρεμο από ποτέ να τρεμοσβήνει στο φως
Σιχαίνομαι αυτή την ανεξήγητη αποφασιστηκότητα σου,τον τρόπο με τον οποίο κάθε μέρος του σωματός σου συμβάλλει στο να δωθεί το οριστικό τέλος.

Βγήκα στο μπαλκόνι και έμεινα να κοιτάζω απέναντι τα κόκκινα κεραμύδια.
Άκουγα μέσα την φωνή σου να διαστέλλεται και να συστέλλεται,πόρτες να ανοίγουν και απότομα να προσγειώνονται και ύστερα νομίζω πώς έπιασα σε δευτερόλεπτα και τα χείλια σου να προφέρουν το όνομά μου.
Μισώ το όνομά μου,όταν το ψιθυρίζεις.Το κάνεις να ακούγεται τόσο κενό,τόσο αδιάφορο.

Μα όχι .Τα κεραμύδια.Αυτή η ακλόνητη σταθερότητά τους.Αυτή η συμμετρία τους που σιγουρεύει την κάθε μου κίνηση.

Θα μείνω εδώ.Μ' ακους;Με 'σενα.Με τα κεραμύδια.

Μέσα ένας άλλος ξεσπάει στις αναμνήσεις μας.Μέσα ένας άλλος βυθίζει τα χρώματά μας.

Άφησέ τον.

Ας σβήσει,ας κάψει,ας πετάξει,ας γκρεμίσει τους τοίχους που ζωγραφίζαμε,τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που κλέψαμε στην Κρήτη,τα κόκκινα παπούτσια που μου έφτιαξες έκεινο το ζεστό απόγευμα,τα άδεια κουτιά μπύρας που κρεμάω στο σαλόνι,τα τσιγάρα που μισοσβημένα ξέχασες στο τασάκι.

Άφησέ τον λοιπόν.
Ξέχασέ τον λοιπόν.

Κατέβασε το κεφάλι,τόσο ώστε να το βλέπω να σέρνεται στο χώμα,πίασε μια μελώδια από 'κείνες τις παλίες ταινίες,άρχισε να τραβάς την φωνή σου,μπας και ξημερώσει επιτέλους.

20.8.10

αόρατη σκηνή


η απάντηση στέκει μετέωρη: Γιατί είναι κόκκινα τα μάτια σου;Πήραν το χρώμα των μαλλιών της;

παραμένοντας αναπάντητη,βγάζει τα συμπερασματά της και οδηγείται στην προτροπή: Ας βγάλεις τα μάτια σου λοιπον,με βαραίνουν .

η πράξη πραγματοποιείται μα η ψυχή,το σώμα βαριανασαίνουν: Τα έβγαλες,μα συνέχίζω να σέρνομαι γκρεμισμένη .

μετά απο δυο ώρες δώδεκα λεπτά και τριάντα έξι δευτερόλεπτα,ενώ η σιωπή συνεχίζει να βυθίζεται σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες,καταλαβαίνει όντας ολομόναχη με δυο μάτια κάτω από τον προβολέα πως: Η βραδιά απόψε όλο σκαλώνει .

συνεπώς απευθύνεται στα μέρη που ακόμα παραμένουν μαύρα από τα δικά της μαλλιά,παρά την ξεκάθαρη υπεροχή του κόκκινου στο σώμα του.Ίσως βέβαια απλά να σιγοψυθιρίζει φράσεις θνήτες,να καλοπιάνει την μοίρα,για να εξιλεωθεί: Κάνε κάτι .

οι τίτλοι του τέλους πέφτουν αργά,καπώς βασανιστικά θα έλεγε κανείς,χαράζοντας στον αέρα μικρούς κύκλους,ανορθόδοξους,που ζητούν απελπισμένα να τετραγωνιστούν .

16.8.10

σκοτεινό φως




Ο αέρας λιγοστεύει.Αλλάζει γεωμετρικά σχήματα και ξεχύνεται στους δρόμους.Μπλοκάρει στα στενά,τσουγκράει στα κτήρια,φυλακίζεται σε χέρια ανθρώπων.
Σαν κύκλος κυλάει στο σώμα σου,γίνεται σφαίρα και συ μελανιάζεις.
Αλλάζει χρώματα.Αλλάζει αποχρώσεις।
Σαν κόκκινο,κολλάει στον τοίχο σου,και βυσσινίζει.Σε βλέπω και σενα εκεί,να παραμένεις άχρωμος,μουντός,ουδέτερος.Μόνο στα μάτια σου μια όψη διαφορετική διακρύνω.Μια έντονη γυαλάδα.

Στο γαλάζιο,σφηνώνεται στα σεντόνια σου.Εσύ ξαπλώνεις και αυτό σε καταβροχθίζει.Εισχωρεί μέσα σου. Μια μελωδία ακούγεται από κάπου μακρυά.Την ακούς και εσύ.Το καταλαβαίνω από τις συσπάσεις του σώματος σου.Ακολουθείς τον ρυθμό,καθώς βυθίζεσαι. Το γαλάζιο αυτό λοιπόν,το βλέπω να γίνεται όλο και πιο βαθύ.Βαθύ δωμάτιο.Γίνεται μπλε.Σεντόνια μπλε.
Μα πώς γίνεται όλα τα χρώματα κοντά σου να βαθαίνουν; Όλα δίπλα σου να σκουραίνουν;Να τους κλέβεις το φως,μα εσύ να παραμένεις χλωμός,κενός,άθικτος; Πες μου λοιπόν,τι το κάνεις τόσο φως;

8.8.10

σύντομος διάλογος.


-Τι είναι αυτός ο θόρυβος;
-Είναι η νύχτα που σκορπάει τα χρώματα της στα σεντόνια.Αυτό το βαθύ
γαλάζιο της απουσιάς στο κρεβάτι μου.

σπασμένη σέλα.


ψάχνω παντού για το ποδηλατό σου,μα συνεχώς μου ξεφεύγει.

η χαμένη κλωστή.


Τη βρήκα στο δρόμο,εκεί στην γκρίζα άσφαλτο να στέκει αρρωστημένη.Ήταν Κυριακή βράδυ,ήμουν με μια μπύρα στο χέρι.Τα μάτια μου,βαριά,στραμένα ίσια κάτω,τρεμόπαιζαν στα φώτα της νύχτας.Δεν θυμάμαι τα χρώματα που γέμιζαν την μορφή μου,μόνο κάτι ήχους αποτυπωμένους σε χαρτιά εφημερίδων,σκορπισμένα στα πεζοδρόμια.Κοντοστάθηκα.Έσκυψα αργά και τη σήκωσα.Μου φάνηκε για δευτερόλεπτα,βαριά,ασήκωτη,έτοιμη να εκραγεί.Ρούφηξα σταγόνες μπύρας και τελικά την είδα να στέκει διπλωμένη στην παλάμη μου.Ζαλιζόμουν.Ο δρόμος γύριζε και αισθάνθηκα χιλιάδες βλέφαρα να ανοιγοκλείνουν.Θυμήθηκα παλιές φωτογραφιές,ξεχασμένες στα φιλμ,που αυτή κρατούσε σε ένα συρτάρι,εκεινα τα μικρά της χέρια να κρατάνε αγκάθια και εγώ να της φωνάζω.Τελικά την έβαλα στην τσέπη μου δίπλα στην φωτόγραφια της.

Το πρωί.Το τηλέφωνο χτυπούσε.Με ξύπνησε.Έβρισα Χριστούς,Παναγιές,όλα,μα ήταν αυτή.Η φωνή της με ηρέμησε.Χαρούμενη ακουγόταν,μα κατάλαβα πως ήταν λυπημένη.Μιλούσε και μιλούσε για ανθρώπους,σκύλους,κήπους και ταξίδια,για ξεχασμένα ποιήματα, κουτιά της γιαγιάς της και φορέματα.Δεν θυμάμαι πολλά,μόνο διάσπαρτες λέξεις που δεμένες μεταξύ τους,έβγαζαν νόημα.''ΈΧΑΣΑ'',''ΤΟ ΒΡΑΧΙΟΛΑΚΙ'',''ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΚΛΩΣΤΗ'',''ΘΥΜΑΣΑΙ;'',''ΑΝΤΩΝΗ Μ'ΑΚΟΥΣ;'',''ΠΟΥ ΦΟΡΟΥΣΑ,ΣΤΟ ΠΟΔΙ!'',''ΣΤΟ ΔΕΞΙ।''.ντιτ ντιτ ντιτ.Παύση.Σιωπή.
Μα γιατί το ΄κλεισες;Σ΄ακούω,σ'ακούω!Οι ήχοι του ψυγείου με κουφαίναν.Σήκωσα τα μάτια.Φώναξα.''ΤΗ ΒΡΗΚΑ!'',''ΕΓΩ ΤΗΝ ΕΧΩ'',''ΕΓΩ ΤΗΝ ΕΧΩ ΣΟΥ ΛΕΩ!''

η σιωπή όταν την μοιράζομαι μαζί της.


Κρατάω ένα χέρι,άγνωστο,λευκό,ξεθωριασμένο.Το ακουμπάω απαλά.Φοβάμαι μην ξαφνικά,διαλυθεί μπροστά μου και το χάσω.Με τα δαχτυλά μου το χαιδεύω.Απαλά τα ακροδαχτυλά μου,διαγράφουν μια διαδρομή,ακολουθώντας γαλάζια μονοπάτια.Σκοπός μου να φτάσω στην παλάμη.Με περιμένει ανοικτή,ήρεμη,γεμάτη όνειρα.
Βλέπω το πρόσωπό της στραμένο στο κάθετο δρόμο και το δεξί χέρι της αφημένο με μια όψη νεκρή, πάνω στο αριστερό δικό μου,να μου ανήκει.Η σκέψη της ταξιδεύει.Το αντιλαμβάνομαι από την ανεξήγητη γυαλάδα των ματιών της,καθώς αυτά στέκονται ακίνητα,αφημένα στα φώτα τς πολης.
Θέλω να γυρίσει αργά το κεφάλι της.Τα μάτια της να σκαλώσουν απότομα στα δικά μου.Να μου ψυθιρίσει μικρές άδειες λέξεις,που εγώ δεν θα ακούσω και ύστερα ξαφνικά καθώς η σιωπή θα διαλύεται,θα χύνεται,θα κυλάει στους δρόμους,τα χείλη μου να αγκυστρωθούν στα δικά της.Να μείνουν εκεί ώρες,μήνες,ίσως και χρόνια μέχρι να νιώσω την ανάσα της να λιγοστεύει,να χάνεται,να ζητάει απελπισμένα τη δική μου.
Θέλω λοιπόν να γίνει δική μου,με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο και κάθε φορά να πλάθουμε μια σιωπή,όλη δική μας,να την φυλακίζουμε μέσα μας και αυτή εκεί ήρεμη,να διστάζει,να κοκκινίζει,να γελάει ακούγοντας τις σκέψεις μας και ίσως και να κλείνει τα μάτια της,όταν νιώθει εξαντλημένη.

7.8.10

μια απροσδόκητη φυγή


Κάθομαι στο μπαλκόνι,ακούγοντας τους ήχους της πόλης.Απέναντι το χτίσιμο της πολυκατοικίας μας έχει κάνει όλους υστερίκους.Η σκόνη είναι αφόρητη.Ξεχύνεται σε κάθε γωνια και κολλάει πάνω σου.Ευτυχώς φυσάει ένας αέρας δειλος και στο ψυγείο ξετρύπωσα έναν χυμό ανανά.
Κάθομαι και τα βλέπω όλα αυτά,και ακούω τις μουσικές των εργατών ,με ένα χαμόγελο στα χείλη।θα φύγω σήμερα.Για λίγες μέρες θα πάρω τον ξάδελφο μου και θα πάμε στο χωριό να δούμε την γιαγιά.Επιτέλους θα φύγω από την πόλη।Από τους αφόρητους θορύβους της,τους εξαντλητικούς ρυθμούς ζωής της.
Επιτέλους.
Αντίο λοιπόν σε αυτά τα λυπημένα δέντρα.Σε αυτό το δάσος-ήρωα.Στους εργάτες-σκυλιά.Στα λεοφωρεία-κόλαση.Αντίο σε όλους εσάς που τα βλέμματα μας ανταμώσαν στους δρόμους.Εγώ φεύγω τώρα.

κενό


Δεν γράφω πια.Ζωγραφίζω μόνο.Με νερομπογιές και λάδια.Καλύπτω την μοναξιά μου με χρώματα.Τα ανακατεύω,τα μπερδεύω και σε αυτές τις νέες αποχρώσεις που προκύπτουν,δίνω το ονομά σου. Μου λείπουν οι βλεφαρίδες σου. Η αίσθηση οτι από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιστείς στο άνοιγμα της πόρτας,βιαστικός.

Έκρηξη




Πώς μπόρεσα έστω και για μια στιγμή να μιλήσω για τα μάτια σου;
Να αφήσω τον εαυτό μου για ακόμα μια φορά να σε κοιτάζει;

Αγόρι θα 'θελα να μπορούσα να βγω στους δρόμους και να φωνάζω το πόσο σαγαπώ.Να μ' ακούς και εσύ και να χαμογελάς.Να λες ''ευχαριστούμε πολυ'' και να ακούγεται όπως όταν το λες μέσα από το μικρόφωνο στο τέλος κάθε τραγουδιού.Να ακούγεται όπως τότε.

Το βράδυ εκείνο λοιπόν,με φόντο τον βυσσινί τοίχο,σε εκείνη την ξύλινη καρέκλα,με τις μπύρες ολόγυρα και τα μικρά μπαλκόνια δεξιά μου,σε μπέρδεψα,σε έχασα,σε φώναξα τόσο δυνατά που ξαφνικά σε είδα να γινέσαι λαδομπογιά.Να χύνεσαι εδώ και 'κει.Από το κεφάλι σου να στάζουν χρώματα κόκκινα,απο το λαιμό σου τιρκουάζ και τα δάχτυλα σου να γίνονται πινελα.Τα μάτια σου μόνο,ανέκφραστα.Συνιθισμένα,πάντα στραμμένα σε
ένα αλλόκοτο φως που μόνο για 'σένα επιβίωνε.

31.5.10

εσύ γυρίζεις.


Δεν είναι όλα τόσο δύσκολα.Εσύ τα κάνεις έτσι.Έψαξα στην ντουλάπα που κρυβόσουνα μικρός. Σε φαντάστηκα με τα μαύρα σγούρα μαλλιά σου και τα κόκκινα μάγουλα να κρατάς την ανάσα σου.Πώς έμοιαζε η φωνή σου τότε;Βρήκα και το παλιό σου μικρό ποδήλατο.Στο υπόγειο।Με ξεφουσκωμένα λάστιχα,γδαρμένη σέλα και σκονισμένα αυτοκόλλητα.Σε φαντάστηκα να πέφτεις και να κλαίς.Είσαι ωραίος οταν κλαις.Όταν σταγόνες ρέουν στα μαγούλα σου.Και τα ματια σου γυαλίζουν. Σε βλέπω να γυρίζεις.Όλο γυρίζεις.Και πρέπει να γυρίσω και εγώ.Να προλαβαίνω το βλέμμα σου. Καθώς επιταχύνεις το βήμα σου,τα πόδια σου μοιάζουν σαν να μην ακουμπάνε στο χώμα.Είναι ξένα.Ο δικός σου χορός.Προσαρμόζει τα βήματα με τα μάτια σου.Το βλέμμα σου με τα σύννεφα.Είναι όλος δικός σου.