ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

9.9.10

παρανοΪκος παραλογισμός

Έξω είναι νύχτα.Μέσα όμως,ένα φως εκτυφλωτικό,δεσπόζει.Σε βλέπω να κινήσαι με έναν παρανοϊκό χορό,να γλιστράς γύρω γύρω,να χτυπάς στα έπιπλα,να προσγειώνεσαι στο ταβάνι.Μιλάς μόνος σου και παριστάνεις έναν καθωσπρέπει κύριο που προσφέρει φωτιά σε μια πόρνη.Μιλάς και μιλάς.Αλλάζεις ρόλους χορεύοντας και αίφνης σωριάζεσαι στα σεντόνια,ιδρωμένος.

Παρακολουθώ αμέτοχη,ώσπου χωρίς λόγο και αιτία,αποφασίζω να σε εκμεταλευτώ και έτσι κάπου εδώ ξεκινάω τον παραλογισμό μου.

Σκέφτομαι λοιπόν,πως αν βγάλω τα μάτια μου,τα βουτήξω στο μελάνι και ύστερα αργά τα στραγγίσω πάνω στο στήθος σου(εκεί δίπλα στην καρδιά),θα σχηματιστούν πρόσωπα και πορτοκαλί ουρανοί στο σώμα σου.Θα γίνεις(τόσο εύκολο ήταν τελικά!) ένας πίνακας,σαν αυτούς του Μοντιλιάνι,που θαυμάζω και αγαπώ και θα πάψεις να μου είσαι μισητός,σιχαμένος.

Έτσι με τη σειρά μου και εγώ θα γίνω ένας ''νέος'' Μοντί. θα καταφέρω να γελάω σαρκαστικά και να σε παρομοιάζω με το la mort .Θα θυμηθώ επιτέλους ποια ήμουν πρωτού σε γνωρίσω,τότε που είχα κοντά μαύρα μαλλιά,φορούσα μακρυά φορέματα με μάλλινα πουλόβερ από πάνω.

Ω μα ναι!Ξαφνικά θυμάμαι τα πάντα.

Τις κρύες νύχτες που γελούσες με την κόκκινη μύτη μου και με αποκαλούσες παλιάτσο.Εκείνο το απόγευμα στη θάλασσα,όπου ανεβασμένος σε έναν βράχο,μου απήγγειλες στίχους του Rembaud και ενώ εγώ έκλαιγα ,εσύ με ένα άλμα(σαν να πέταξες για δευτερόλεπτα το ένιωσα,αλήθεια) βρέθηκες δίπλα μου και με το κεφάλι σου ακουμπισμένο πάνω στο δικο μου,μου ψιθύρισες''αύριο να βάψεις τα μαλλιά σου κόκκινα,να ταιριάζουν με τα παπούτσια που φορας''.Και εγώ νωρίς το άλλο πρωί,έτρεξα να πάω να βρω κόκκινη χέννα,μα ήταν Κυριακή,όλα ήταν κλειστά και θύμωσα πραγματικά.Το βράδυ εκείνο ,ύστερα από τρεις με τέσσερις μπύρες,στο εξομολογήθηκα και σε είδα να λύνεσαι στα γέλια.

Πώς σε αγαπούσα τότε να 'ξερες!Όταν άναβες και έσβηνες φωτιές στα χείλη μου,ζωγράφιζες το προφίλ μου στην άμμο και ύστερα με ανάγκαζες να σε θάψω δίπλα του...

Ω μα για κάτσε.Νομίζω πως ξεγεύγω.Όλο αυτό άρχισε ως παραλογισμός,ως η απόλυτη εξοντωσή σου απο το μυαλό μου και τελικά να που καταλήγει σε δάκρυα και ποπ κορν.

Θα το τελειώσω όλο αυτό με μια φράση αγαπημένη,από βιβλία παλιά,κιτρινισμένα.

<<ΕΠΙΘΥΜΩ ΝΑ ΣΕ ΣΥΝΤΡΙΨΩ>>


Κατάφαση.
Η απερίγραπτη αυτή θέληση μου,με βασανίζει τέτοιες ώρες σαν και αυτές που μόνος σου στήνεις το δικό σου έργο.Γίνεσαι πρωταγωνιστής του εαυτού σου και ξεσπάς στο παρόν μου.Με απλές κινήσεις με μηδενίζεις,με εξαντλείς και ύστερα μου ζητάς(μα πώς τολμάς αλήθεια!)να σε διασκεδάσω,να γίνω η μούσα σου.

Όχι.Απλά όχι.

Ξέρω πώς τη νύχτα της συντριβής σου,εγώ η άγνωστη,θα δω στον καθρέφτη το πρόσωπο του θανάτου σου.Θα στέκω χλωμή,μεσ΄ το σκοτάδι,έχοντας έναν και μοναδικό σκοπό:
ΝΑ ΚΑΤΑΚΤΗΣΩ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ ΣΟΥ


Έτσι ήταν πάντα τα ονειρά μου,βλέπεις,πλασμένα να σκοντάφτουν στον ύπνο σου,στα κλειστά σου μάτια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου