ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

28.10.10

διάστημα 2


Οι κόγχες των ματιών σου στραμμένες στις πέτρες.
Μια ελιά στο λαιμό σου.
Αποτύπωμα ενός κόσμου στο σώμα σου.
Ας αφήσουμε τη θάλασσα να βρέξει πάνω μας.
Κράτησε με από τα μαλλιά,
να φιλώ τις ηλιαχτίδες σου.

Απαλαξέ με από τα ξένα δέρματα,
που σέρνω χρόνια μαζί μου.
Ελαφρυνέ με.
Μηδενισέ με.


Χαράζει απότομα απόψε
.
Το σταχτί φόρεμα μου,
μπερδεύτηκε στα πόδια σου.
Βλέπω τη θάλασσα να χύνεται στους ώμους μας,
με το πρώτο φως.

Δε χρειάζεται να πας στη δουλειά.
Μείνε να ανοίξουμε τα δώρα που σου έφτιαξα.
Όχι.
Μείνε τουλάχιστον για την έκπληξη.
Θα ντυθώ η ηθοποιός σου.
Η μούσα σου θα γίνω αν το θελήσεις.
Να γυαλίσεις τα παπούτσια σου,απλά.
Να ντύσεις τα βλεφαρά σου,
με άμμο
Χαμόγελο να μοιάσεις.
Και ύστερα εγώ,
θα(ας) καώ δίπλα στην ελιά σου.

27.10.10

διάστημα 1


Θέλω να κρατήσω αυτό το χέρι μέσα σου.
Να 'ναι χειμώνας με τα παράθυρα ανοιχτά.
Βαθιά μέσα σου.
Να 'ναι ολόγυρα μου στάχτες,
γκρίζες και κόκκινες από τα μάτια σου.
Τα νύχια μου.
Μου 'πες πως σε στοιχειώνουν.
Μέσα μου.Μέσα σου.
Να 'ναι ένας βαρκάρης με μια ομίχλη στο βάθος.
Λες πως η ομίχλη σε βοηθάει να δεις καλύτερα.
Λέω πως ο βαρκάρης σε μισεί.
Μέσα μου.
Τα μαλλιά σου άσπρισαν.
Μέσα σου.
Παλάμες λιώνουν.
Και ύστερα θάλασσες με άσπρα πανιά.
Και ύστερα -έξω- ποιήση.
Έξω σου.'Εξω μου.

Παρακαλώ.

-Κάνε με πικρή.Μέτρησε με στα μύγδαλα ανάμεσα.

25.10.10

κατευθύνσεις


γελάς γιατί σε θέλω



και ανεβάζεις το καπέλο ;



τελικώς.


Και πίσω τι υπάρχει ;
- Κενό.Διάστημα.Κενό
Και ποιος μιλάει τώρα ;
- Κάποιος που κοιμάται κάτω
Από ένα καπέλο.

23.10.10

τα τρια Τ και ένα τέταρτο




~ Τικάνωεγώεδώπέρα;
-Τρώγεσαιμεταρούχασου!
~Τρέμωστοάκουσματηςμορφήςσουαπλά.


#३ : τι να τα κάνεις τα κενά,όταν έχεις συνιθίσει να ζεις σε αυτά;


21.10.10

εκμυστηρεύσεις



οφ λούζινγκ γιου μέιμπι.

παύσεις

γι'αυτό πάψε πια να μιλάς

16.10.10

όταν τελειώνει ο καφές


Το ξύλινο πάτωμα έτριξε καθώς οι πατούσες του χάραζαν με κόκκινο,το σχήμα τους.
19 Μαΐου διάβασε στο ημερολόγιο μα ο καιρός έξω έσταζε Φθινόπωρο.Ακούμπησε το παλιό φλιτζάνι του πατέρα του,δίπλα στην καφετίερα.
Ο ίδιος, έστεκε σημαδεμένος από μια ολέθρια εξαφάνιση.Το ίδιο και το χέρια του όντας αφημένα πάνω στη μηχανή.

Στο συρτάρι,βρήκε το κουτί με την εικόνα της τζοκόντας πάνω.Το άνοιξε.Με ένα κουταλάκι του γλυκού άρπαξε κόκκους μαύρης ζάχαρης.Κοφτή κουταλιά.Κοφτές ανάσες.
Αυτός δεν ήθελε περιττές θερμίδες.Περιττή ενέργεια.

Στο ψυγείο στάθηκε βουβός.Ξέχασε για μια στιγμή τι έψαχνε να βρει.Γάλα.Αρκετές σταγόνες,άσπρου,παχύρευστου υγρού,εισχώρησαν στο φλιτζάνι.

Τώρα ήταν έτοιμος.Έτοιμος για όλα.

ξέρω πως ο ήχος του καφέ με θυμίζει.Μα κρατά τόσο λίγο.



και η μοναξιά συνέχισε να στάζει από τα έπιπλα.

15.10.10

βαλς


Tον αγαπάω καθώς με στροβιλίζει.
Όταν τα μάτια του ακολουθούν τον ρυθμό του βαλς που παίζει στο σαλόνι.
Δυο,τρία βήματα μπρος.Ένα πίσω.Και γλιστράω.

14.10.10

ας καούμε

Πορτοκαλίζεις παράξενα καθώς σε καίω
Μέρος πρώτο
Σιγή
Μάτια που τρεμοπαίζουν
Ψίθυροι,ουρλιαχτά
Σημεία στίξης
Απουσία
Μέρος δεύτερο
Υπακοή
Συγχώρεση
Τυχαίο άγγιγμα
Προσφωνήσεις
Μέρος τρίτο
Χρώματα
Μπογιές
Άρνηση
Σπασμωδικές κινήσεις
Απόψεις(κυρίως δικές σου)
Μέρος τέταρτο
Ένα τέλος
Δυο;
Μέρος πέμπτο
Μας βαράνε ντέφια
Μέρος έκτο
καήκες
Μέρος έβδομο
καήκαμε
Μέρος όγδοο
καήκανε
Μέρος ένατο
κάηκαν
Μέρος δέκατο
Επανάληψη
Τα μπέρδεψα


δαγκώνεις μια πληγή ακόμα κρύα

Πέρασε καιρός που έπαψα να σου απευθύνω τον λόγο,μα εσύ συνεχίζεις να τραβάς και να ξεριζώνεις το δέρμα μου και ύστερα αφού το γευτείς,να το φτύνεις μπροστά σου και να το πατάς.
Οι σόλες απο τα παπούτσια σου γέμισαν από τις σάρκες μου.
Περπατάς και κρέμονται.Τρέχεις και αποκόβονται.
Πρόσεξε.Θα 'ρθει μια μέρα που θα κουραστείς να κινείσαι.Θα σε βαραίνει το δικό μου σώμα που θελημένα κουβαλάς.Τα σύννεφα,πυκνά, θα σε συνθλίβουν σε κάθε σου ματιά και το νερό θα καίει τη γλώσσα σου ,σαν αίμα.
Σου γράφω,σου φωνάζω, μα εσύ συνεχίζεις να δαγκώνεις.Να με διαβρώνεις.

Αφού μου τα έχεις πάρει όλα εδω και καιρό,τι άλλο ζητάς και θέλεις και επιμένεις ;



#απάντηση# Το γέλιο σου .Να υπάρχει μόνο για 'μενα.

13.10.10

γεννέθλια




Μαμά δηλαδή στα γενεθλιά μου,μακρυμάνικο θα βάλω ;;;

10.10.10

γαλάζια δάχτυλα

Ανοίγω το παράθυρο που πριν λίγο κοιτούσες απωρημένος.Ο αέρας ουρλιάζει και χτυπάει στις πόρτες.
Ακούω κουδουνίσματα,ξεκουρδισμένα έγχορδα καταλαμβάνουν τα αυτιά μου.
Έγχορδα.Έγχορδα.
Στο μέσα δωμάτιο,εκείνο το οποίο αποκαλείς,μιούζικ ρούμ,επικρατεί μια ανεξήγητη ηρεμία.Οι τρανταγμοί και η ποιήση που άλλοτε γλιστρούσαν από τις χαραμάδρες,τώρα μπερδεύονται με τα μόρια του αέρα,χαμένα.
Κλείνω τα μάτια δειλά.
Αφουγκράζομαι τους ήχους σου,τα κουρδισματά σου.
Αισθάνομαι τα δάχτυλα του αριστερού χεριού σου να γλιστρούν στα τάστα και τα άλλα του δεξιού να κρατούν με αέρινη σιγουριά το δοξάρι.


Τα δαχτυλά σου.
Λεπτά,αλυσοδένουν χορδές και πνίγονται σε λασπωμένα νερά.
Τσακίζουν το ξύλο,με τον τρελό χορό τους.
Απαριθμούν τις σχισμές από τους τοίχους καθώς ξεριζώνονται από μια μελωδία άκρως αποκρουστική.
Τα δαχτυλά σου.
Αρρωστημένα.
Μαγνητίζομαι σε αυτά.
Μεθάω από τη χλωμάδα τους.
Τα δαχτυλά σου.
Μακρυά, κατρακυλούν στις σκάλες.
Καταφύγιο.
Με μολύνουν στο πέρασμα τους.
Τα δαχτυλά σου.
Σβήνουν τα σύννεφα.
Σβήνουν εμένα.

Μελωδιές θέλω.Μελωδίες πλασμένες από 'σενα.
Φωνές.
Και ύστερα σιωπές.Πολλές σιωπές,βυθισμένες στον αγαπημένο σου στίχο,αυτόν του ποιητή των θαλασσών,που κάθε βράδυ ξεχύνεις στα σεντόνια.

<< θεέ μου!Έχω μιαν άκακη,μια παιδική καρδιά,αλλά πολύ έχω πλανηθεί,κι έχω πολύ αμαρτήσει>>

9.10.10

με τον τζάρμους

χρειάζομαι :
  • τσιγάρα
  • ένα στρώμα
  • ένα κομμάτι από σπασμένο καθρέφτη
  • τη μουσική του Earl Βostic
  • τον γαμημένο χορό σου

και ύστερα


  • ένα παράθυρο,

για να ρίχνω τις στάχτες.

τοίχος


Κάτι σκιές ξαγρυπνούν στους δρόμους,
καθώς εσύ κουρδίζεις τα βλεφαρά σου.

8.10.10

ηχώ


Όπως ρουφάς τον καπνό μέσα σου,έτσι θέλω να ρουφήξεις και 'μενα.

6.10.10

αυτή τη φορά θα ναι διαφορετικό .

3.10.10

μικρέ μου,μην μεγαλώσεις ποτέ


Τον βλέπω να γράφει στα τετράδιά του.Να γεμίζει με σκέψεις τα χαρτιά.Κάθεται στο πάτωμα,ακουμπάει τα μικρά του χέρια στο κοντό,ξύλινο,τραπεζάκι και σκέφτεται.Κάπου κάπου,σηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει τα σπίτια να στέκουν βουβά απέναντι.Γεμίζει ιδέες και απορροφάται.
Τόσο μικρός ακόμα,τόσο αθώος,μα γεμάτος κινδύνους από μια καθημερινή ρουτίνα που καιροφυλακτεί στις γωνίες.

Τα μεγάλα του μάτια κοιτώ ,με εκείνες τις ολόμαυρες βλεφαρίδες που στοιχειώνουν τις νύχτες μου σαν φαντάσματα, και χαμογελάω.
Τόσο μικρός,μα γεμίζει τα κυτταρά μου με φωνές.
Με αγκαλιάζει και σφίγγεται πάνω μου.
Χωράει-μα για πόσο ακόμα άραγε;-στην αγκαλιά μου.Για ακόμα λίγο.
Λίγο.
Μέχρι να αρχίσουν να μεγαλώνουν τα πόδια του,να πηγαίνει μόνος του βόλτες,να φτιάχνει τα μαλλιά του ,να ασχολείται με κορίτσια,να αγοράσει κινητό.

Μικρέ μου σε ρωτώ,τι χρώμα θα πάρουν τα μάτια σου μόλις αντικρίσουν τον αληθινό κόσμο εκεί έξω ;