ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

25.11.10

ντριμ πέρσον

13.11.10

επόμενη κίνηση και άναψε τσιγάρο (Αυτός)

Μια απότομη στροφή στο χωλ.Με το δάχτυλο του πίεσε τον διακόπτη.Στράφηκε στο μικρό δωμάτιο που ώρες κλειστό έιχε υιοθετήσει την ανάσα της.Τα μάτια του ακόμα κλειστά,αντιστέκονταν στο θέαμα της απουσίας.Ήξερε πως στο επόμενο του βήμα θα μπερδευτεί με τα ρούχα τους(τα ρούχα του τότε) και θα σωριαστεί σαν χάρτινος πύργος στο ξύλινο πάτωμα.Κούνησε χέρια πόδια,μα κατευθύνθηκε προς τα πίσω.Οι αναμνήσεις τρίκλισαν στο εγκεφαλό του.Μια λάθος λέξη.Μια λάθος απόφαση.Ένας λάθος αναστεναγμός.Και πεταλούδες παντού.Ύστερα κατέβασε το κεφάλι τόσο ώστε το πηγούνι του να ακουμπήσει στο θώρακα και αφέθηκε.Την αισθανόταν παντού.Ένιωθε πως αν ακουμπήσει το δέρμα του έστω και για ένα δευτερόλεπτο θα βουλιάξει από κάτω προς τα πάνω σε μια γλυκία υγρασία.Έπρεπε να σκεφτεί.Επόμενη κίνηση και άναψε τσιγάρο.Άφησε να περάσουν στιγμές,ίσως και χρόνια και φύσηξε τον καπνό προς τον απέναντι τοίχο.Θέλει βάψιμο,σκέφτηκε.Ο τοίχος θέλει βάψιμο.Όλο το σπίτι θέλει βάψιμο.Ίσως και εγώ.Ίσως και όχι όμως. 6:54 ,μέρα;μήνας;χρόνος; Μήπως άλλαξε η ώρα;Πήγαμε μπροστά ή πίσω;Πολύ νωρίς ξημέρωσε σήμερα.Αηδείασε και ο ίδιος με τον εαυτό τουκαι υπέκυψε σε ένα ειρωνικό χαμόγελο.Ένα άγνωστο εγώ διέκρινε πάντα μετά από κάθε ιδιωτική του συνομιλία με τα αντικείμενα του χώρου,μα σήμερα είχε αρχίσει να τον τσαντίζει ο κάθε ήχος ο οποίος δεν φανέρωνε κάποιο,οποιοδήποτε σημάδι ύπαρξης της στη ζωή του.Εξαντλημένος,σωριάστηκε στην πολυθρόνα.Ένιωθε τα μαύρα του μούσια,μεθυσμένα να αποζητούν οξυγόνο και ύστερα όλα τα μαύρα χαρακτηριστικά του να τον εξαντλούν.Μισούσε το μαύρο.Χάρη σε αυτήν το είχε οικειοποιηθεί και τώρα πλέον χάρη σε αυτήν θέλει όσο τίποτα άλλο να το αποχωριστεί.Κουδούνια ακούστηκαν από το στενό δρόμο και αυτός έμεινε να κοιτάζει επίμονα την καφετιέρα στον πάγκο.Ήθελε καφέ।Αυτό ήταν γεγονός.Μα αρνιώταν πεισματικά να ανοίξει το στόμα του και να εισχωρήσει σε αυτό κάτι άλλο εκτός από αυτήν.Ναι θα 'θελε πολύ να μπορούσε να την φυλακίζει ανάμεσα στα δόντια του.Μόνο αυτήν.Τίποτα άλλο.Δεν ήθελε νερό ή φαγητό.Τίποτα।Απλά αυτήν περιτρυγιρισμένη από καπνούς.Μα τι εγωιστής,σκέφτηκε.Γουρούνι.Όχι.Θα περίμενε,θα περίμενε όσο χρειαστεί και το ήξερε καλά.Μουσική.Μια μελωδία γνώριμη,έφτασε στα αυτιά του,διακόπτοντας την απόγνωση του.Ένα τηλέφωνο έτριξε εκεί κοντά.Ξαφνιασμένος έψαξε ανάμεσα σε τόνους χαρτιών και απάντησε με ένα
-ΝΑΙ
~ΕΓΩ
-ΕΣΥ
Κενό.Διάστημα.Κενό.
~ΘΑ'ΡΘΕΙΣ;
-ΙΣΩΣ,ΔΕΝ ΞΕΡΩ
~ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΛΟΙΠΟΝ
Ώρα 7:46 Σύννεφα και μια κρυμμένη βροχή να στάζει από τα μπαλκόνια.Ώρα 7:५२.Στην ίδια θέση.Μικρό κράτημα της αναπνοής του και ταλαντούμενες σκέψεις.Ώρα 8:13.Ώρα 8:30.Βάζει μπρός.Ένα κράνος ψηλά και παλάμες ανοιγμένες στον αέρα.Δρόμοι.Γκάζι.Δρόμοι.Και ύστερα ένας παράδεισος.Αφρισμένα νερά,απλωμένα σε μια επίπεδη αμμουδιά και βαθιά κάτω ένας θολός βυθός καρφωμένος σε μυτερά βράχια.Στην άκρη μικρά,μετρημένα κύμματα και δυο αιωρούμενες κόκκινες τούφες σε γκρίζο φόντο.Την είδε.Αυτήήταν.Ήταν αυτή.Δεν χωρούσε αμφιβολία.Φορούσε τα παπούτσια με τις τρύπες και κρατούσε έναν άσπρο ,τσαλακωμένο φάκελο.Αυτός.Ήταν εκεί.Ήταν εκεί και αυτός.Σε ένα άλλο σώμα.Σε μια άλλη απόφαση.Στο χιλιοστό σταυροδρόμι που έπρεπε να τολμήσει.Τα κύτταρά του ή τη ανεξήγητη θέλησή του να την αγγίξει;Είδε μπροστά του να περνούν συνιθισμένα πρωινά και νύχτες όλο φωνές.Σταμάτησε.Κάτι πουλιά μαζεύτηκαν πάνω από το κεφάλια τους.Έβγαζαν λεπτούς ήχους.Πούπουλα τα μαλλιά τους και ύστερα ένας ατελείωτος οργασμός αλμυρής βροχής απλωμένος στη γύμνια τους.

επόμενη κίνηση και άναψε τσιγάρο (Αυτή)

Καθισμένη στα πλακάκια,μια λυγισμένη μορφή κρατιόταν από τα γονατά της.Κομμένη στα δυο,ένιωθε,δυο διαφορετικά σώματα να δένονται πάνω της,κατασκευασμένες μαριονέτες ενός παιδιού.Τα μάτια της σαν απολιθωμένες σκιές είχαν σχηματίσει στο πρόσωπο ρυάκια χρωμάτων και σχημάτων.Κάτι έλειπε και γνώριζε καλά τι.Έπρεπε να καθαρίσει.Να σταθεί στα πόδια της και να τινάξει τη σκόνη από τα έπιπλα,πρώτα,και ύστερα από πάνω της.Με ένα υγρό μαντήλι να διώξει κάθε είδους μούχλας που είχε εγκατασταθεί στη ζωή της.Νόμιζε πως η σάρκα της και σάρκα του,ξεγυμνομένες από τα μοντέρνα ελατήρια του 21 ου αιώνα θα καταφέρουν να εκμηδενίσουν κάθε είδους μύκητα που ως τότε απειλούσε τη ζωή της.Μα όχι.Τα ελατήρια ήταν εξαρχής ελλατωματικά και ο περασμένος αιώνας είχε αφήσει παντού χαλάσματα από αγνά αισθήματα.Δεν ήταν αυτός που ήθελε να την κοιμήσει στο στήθος του.Αλλά δεν ήξερε αν η θέληση ήταν και δική της.Έτριξε τα δόντια της,μεταξύ τους,λέγοντας στο εγώ της,επόμενη κίνηση,και άναψε τσιγάρο.Φύσηξε τον καπνό ψηλά ακολουθώντας τον με το βλέμμα της.Ύστερα από την ολοκληρωτική διαλυσή του στα μόρια του αέρα,βρέθηκε μπροστά από το παράθυρο να κρατάει ένα μολύβι.Ήθελε το μαύρο του,στη ζωή της.Να της ανήκει όπως και τα προσωπικά της αντικείμενα.Να μην τον μοιράζεται παρά μόνο με τα διαφορετικά σημεια του σώματός της.Τι εγωίστρια.Τι κοινή ύπαρξη.Τι κοινή γυναίκα.''Οι άντρες είναι πουλία κορίτσι μου,μην τους περιμένεις.Πάρε όσα πιο πολλά μπορείς από αυτούς και τράβα γι'άλλού'' Λόγια κοινά από παλιές φίλες που έπρεπε να πιστέψει και να εφαρμώσει.Όχι.Αυτός δεν ήταν πουλί.Αυτός δεν θα έφευγε.Αυτός ίσως δεχόταν να φυλακιστεί.Αυτός... Πόσα θα μπορούσε να πάρει από τη μορφή του,για να σωθεί,για να χορτάσει; Ένα άπειρο υψωμένο στο άπειρο και θα παρέμενε μισή.Το μολύβι χάραξε λέξεις.Λίγες,μικρές,γεμάτες και το χαρτί τυλίχτηκε μέσα σε φάκελο,περιμένοντας.Σέρνοντας τα άκρα της,ως μια βαριά ύπαρξη,πλανιόταν στον χώρο αναζητωντας τη συσκευή τηλεφώνου.Με μουδιασμένο εγκέφαλο,τράβηξε τις κουρτίνες,σχεδόν με τα νύχια της,τις έσκισε,τόσο ώστε να βλέπει τα κτήρια απέναντι να στέκουν βουβά με τα κόκκινα κεραμύδια τους.Δεν θυμόταν αριθμούς,ονόματα ή καταστάσεις।Δεν της είχε μάθει ποτέ κανείς πως να αποκαλεί κάποιον,πως να αντιστέκεται,πως να σκέφτεται.Ήταν αυτοδίδακτη σε μια ζωή που δεν της άνηκε και τώρα έπρεπε να σιγουρέψει την υπαρξή της.Το ντιτ ντιτ ακουγόταν απειλητικό,σαν ένα πιστόλι στημένο στο κρόταφό της.Θα πατούσε εκείνο το κόκκινο κουμπί και θα έλιωνε την αναθεματισμένη συσκευή όταν ένα -ΝΑΙ ήχησε ξαφνικά περιμένοντας απάντηση.Πέρασαν μικροί αιώνες γύρω της που χόρευαν με πολύχρωμες στολές κοιτάζοντας την επίμονα,έπρεπε να πει κάτι. -ΕΓΩ.έκλεισε τα μάτια.Ποια εγώ άραγε;Πόσα εγώ υπάρχουν εκεί έξω;Πόσα.. -ΕΣΥ .Ταξίδια ψηλά της φάνηκαν οι κορνίζες στον τοίχο. -ΘΑ 'ΡΘΕΙΣ; Σε ποιον απευθυνόταν; -ΙΣΩΣ,ΔΕΝ ΞΕΡΩ, Ίσως ίσως να ήταν αργά.Ίσως πάντα να έπρεπε να περιμένει.Μα τώρα την είχε κουράσει ακόμα και η σκεψη της λέξης περιμένω.Ας ήταν. -ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΛΟΙΠΟΝ.Καλημέρα λένε τα παιδιά και ξεχύνονται στους δρόμους με τα σχολικά σακίδιά τους.Καλημέρα λένε οι γνωστοί περαστικοί.Καλημέρα έφτασε να πει και η ίδια σε μια άγνωστη φωνή.Το κόκκινο κουμπί πατήθηε σχεδόν αμέσως και αυτή κλείνοντας δυνατά τη πόρτα πίσω της εισέβαλε στο ασανσέρ.Πάτησε το κουμπί για το ισόγειο.Βρισκόταν σε ένα κουτί και το ένα τέταρτό της θα 'θελε να κλείσουν τα φώτα και να μείνει εκεί μέσα να σαπίσει δίπλα στα πλαστικά χερούλια και τον βρώμικο καθρέφτη.Να βλέπει το είδωλο της να διαλύεται σαν χώμα.Ο αέρας νίκησε και βρεθηκε στο πεζοδρόμιο να ψάχνει για μια στάση λεωφορείου.Νούμερα,πρωινοί αχνιστοί καφέδες,γέλια, παντζούρια να ανεβαίνουν και αυτή εκεί ανάμεσα να αναζητά το χαμένο έδαφος.Επιβιβάστηκε.Χειρολαβές και βελούδινα καθίσματα.Και ύστερα πρόσωπα και πρόσωπα και θολές εκρήξεις.Επόμενη στάση..Βρέθηκε ξαφνικά σε μια λαβωμένη ύπαρξη.Ένας ουρανός σωριασμένος σε γκρίζα νερά και μια βελούδινη αμμουδιά κάτω από τα πόδια της.Τίναξε τα μαλλιά της με μια γρήγορη κίνηση ,σαν να τίναζε τα περιττά χρόνια που είχαν εγκατασταθεί λαθραία στο κορμί της.Ένιωσε τη μορφή της να στέκει στις γωνιές μιας καλοσχεδιασμένης σκηνής θεάτρου και άπλωσε τα δάχτυλα ρουφώντας οξυγόνο.Ήταν εκεί.Με ένα φάκελο αραδιασμένο σις παλάμες της και πρόσωπο στραμμένο στον ομιχλώδη ορίζοντα.Ξαφνικά κάποιος φύσηξε κόκκους άμμου.Καθάρισε τα βλέφαρα της,κοίταξε τα παπούτσια της και όντας έτοιμη να αρχίσει να μετακινεί τα άκρα της προς τα πίσω ,τον είδε.Φορούσε εκείνο το τρελό άσπρο του βλέμμα.Ήταν αυτός,εκεί.Μια ολοκληρωμένη αντίθεση σε ένα σωστά γεωμετρικά κορνιζαρισμένο πορταίτο.Σταμάτησε.Κάτι πουλιά μαζεύτηκαν πάνω από τα κεφάλια τους.Έβγαζαν λεπτούς ήχους.Πούπουλα τα μαλλιά τους και ύστερα ένας ατελείωτος οργασμός αλμυρής βροχής απλωμένος στη γύμνια τους.

11.11.10

διάλογος 1

- Δεν είναι δικές σου οι στιγμές ,ξέρεις .
~ Τι θες να πεις ;
- Σταμάτα να κρέμεσαι από βράχια.Γίνεσαι κουραστικός.
~ Πονάνε τα κόκκαλα μου από το σώμα σου.Δεν λυπάσαι ;
- Λυπάμαι μονάχα για τα μάτια σου,που κενά 'χασαν τις λάμψεις τους.
~ Τα έκλεψες όλα.Ακόμα και τις στάχτες από τις κοινές Κυριακές μας.
- Μου ανήκουν ,ξέρεις.
~ Άκου.Ανήκεις εκεί που αγαπάς.
- Ανήκεις μονάχα στον εαυτό σου.
~ Καμοιά φορά θα 'θελα να 'σουν σκιά και να σε γκρέμιζα.
- Οι σκιές μόνο στοιχειώνουν και πεθαίνουν.Δεν υφίστανται.Είναι οφθαλμαπάτες.
~ Οφθαλμαπάτη είναι το ανοιγόκλειμα των βλεφάρων σου.Οφθαλμαπάτη είσαι εσύ ολόκληρη,μα και μισή.
- Εξουδετερώθηκαν οι αντιδράσεις μας.Όλο βρέχει.
~ Σου είχα πει πως το φως τα ρουφάει όλα.
- Το σκοτάδι σου ακόμα με τρομάζει.Με τυφλώνει.
~ Φοβάσαι τις στροφές.Αυτό είναι το προβλημά σου.
- Το προβλημά είναι αυτή η βυθισμένη θάλασσα που σε κοιτάζει σαν ερωτευμένη πουτάνα.
~ Ζεις στα ψέματα.
- Ζω μέσα μου.

6.11.10

διάστημα 3


Αυτό το κενό μεταξύ των χεριών σου και του προσώπου μου,
με τρομάζει.
Στριμώχνομαι ανάμεσα στα χείλια σου,
στο βαθύτερο σου σημέιο,
και αναπνέω ρυθμικά μήπως και ακουστώ.

Φυσάς σκόνη.
Έξω φυσά σκόνη.
Συνεχίζεις.
Τα μαλλιά μου,γκρίζα.
Ξαφνικά με μεγάλωσες.
Με άσπρισες.
Με χυτά μαλλιά,
σκαρφαλώνω στον λαιμό σου.
Βλέπω τις αποστάσεις να μεγαλώνουν,
υγρά να ξεθωριάζουν στα νύχια μου.
Ζαρωμένο δέρμα ,το δέρμα μου.
Μου απορώφησες τη γυαλάδα.
Μου στείρωσες την νεανική μου απαλότητα.
Κουτσός από αισθητήρες,
συνεχίζεις να τραυλίζεις το ονομά μου.
Ψέματα λες.
Δεν το θυμάσαι.
Ξεχνάς κάθε εισχώρηση μου,
στο στήθος σου.
Κάθε μικρή αρπαγή της ανάσας σου,
από τα δόντια μου.
Ξεχνάς και το παράθυρο ανοιχτό
και ο Χειμώνας πλέον συνίθισε να κρέμεται από τα ρούχα μας.
''Υγρασία έχει έξω' 'λες,
και απλώνεσαι στην παλάμη μου.
''Μήπως έβρεξε σήμερα;'' σε ρωτώ.
Μα ξέρω πως αντί απάντησης,
θα λάβω

δυο κλειστά βλέφαρα,

μυριάδες αιωρούμενα κύτταρα,

τυλιγμένα
ανάμεσα
σε μια κούφια κένωση.