ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

21.12.11

३९

Από το παραθυράκι ακούω τραγούδια.Γιορτάζει ο κόσμος την ξέφρενη λύπη του.Απελπισμένα δύστυχης ξενιτεύεται.Είμαι ανεβασμένη,σε έναν υψωμένο τοίχο και βαστώ σταγόνες από τον ιδρώτα του.Εκείνος φωνάζει να φορέσω ζακέτα γιατί θα αρρωστήσω και θα τρέχει να βρει φάρμακα στην πόλη,ενώ από μέσα ξεχύνονται μυρωδιές καμένου κρέατος.Φοράει γάντια και ένα σχισμένο πουκάμισο,δώρο μου.Τα μαλλιά του αγριεμένα,μου θυμίζουν θαλασσοταραχή και αίφνης σιγοψιθυρίζω..
΄΄να μας πάρεις μακριά
να μας πας στα πέρα μέρη
φύσα θάλασσα πλατιά
φύσα αγέρι φύσα αγέρι΄΄
Με ακούει,κοιτάει προς το μέρος μου λοξά,φωνάζει πως και θυμήθηκες την θαλασσογραφία;
Θαλασσογραφία,σωστά.Περνάνε από μπροστά μου,τα γράμματά του αιχμηρά,με ουλές και οπές.

Θυμάμαι,ήταν μια νύχτα αλλοπρόσαλλα υγρή.Ανεβαίναμε ανηφορικούς δρόμους.Έπαιζα με τα πλακάκια,με τις διαχωριστικές τους γραμμές και εσύ είχες βγάλει τα μποτάκια σου,τα βαστούσες στο χέρι και μουρμούριζες.Είχαν αλλάξει πολλά τότε.Είχα αρχίσει να αδιαφορώ,ή τουλάχιστον να προσποιούμαι την αδιάφορη. Βαριόμουνα τις πολλές κουβέντες μαζί σου.Με κούραζε όλος αυτός ο σωρός από τρίτους που μου ξεφούρνιζες.Τότε ήθελα να μιλάς μόνο για μένα.Να σκέφτεσαι φωναχτά μόνο εμένα.Ήμουν ένα κεντραρισμένο σύμβολο σε μια κόλλα ολόλευκη,ήθελα να με ψεκάσεις γιασεμί και να μου δώσεις μορφή.Μα ήσουν αθώος και δεν καταλάβαινες.Σιωπούσα ,μεταμφιεζόμουν σε ένα απαθές πλάσμα,εσύ άπλωνες τα χέρια σου δήθεν παρακλητικά και απεγνωσμένα,μα μέσα σου στοιβάζονταν όλα και σε έβλεπα που μέρα με την μέρα έχανες την γυαλάδα σου.Ακόμα και τα μάτια σου,ένα παγερός κύκλος με βαλτόνερα,τόσο είχαν ξεπέσει...
Έβλεπα όνειρα με πλουσιοπάροχα δείπνα,με φαγητά που το λίπος τους,έσταζε από τα πιάτα,σχηματίζοντας κρούστες,πως εσύ,αν και δίπλα μου είχες εμφανίσει μικροσκοπικά μάτια σαν φακίδια πίσω στην πλάτη και χαζογελούσες με ψηλόλιγνες με μπερέ στο κεφάλι,κοπέλες.Ξυπνούσα και κοιμόμουν πάντα με το ένα πόδι σταυρωτό και το άλλο τεντωμένο,δεν είχα φαντασιώσεις,μονάχα προετοίμαζα την επόμενη μου κίνηση.Είχα βαλτώσει σαν τις κόγχες των ματιών σου.
Κρυβόμουν στα σκέλια άγνωστων αντρών,με λεπτούς καρπούς άπλωνα ρούχα,συνεχώς έθετα το σώμα μου σε κίνηση,για να μην σε σκέφτομαι.Εσένα,την τύχη,το μέλλον,την παρακμή μας.Να ξεφύγω ήθελα,ίσως μαζί σου,μα δεν μου άφηνες περιθώρια,ένιωθα πως πλέον είχα παραμείνει με ένα μπαστούνι,μονάχη να κρέμομαι από γκρεμούς,εσύ χανόσουν σε άλλα μονοπάτια,το πάθος σου είχε χρωματίσει το χώμα,έρεε από κάθε ζωντανή σπιθαμή μου,κατέληγε στα υδάτινα υποστρώματα,σαν οργανική ύλη φρόντιζε για κάτι άλλο για κάτι που σίγουρα δεν ήμουνα εγώ.Και το ταξίδι που πάντα έπλαθα πλάι σου,με όλα όσα ζωγράφιζα και πασπάλιζα στις αρχές,δεν έγινε ποτέ.Κιτρίνισαν τα δάχτυλα μου,τα χείλη μου ξερά-μήτε το λεμόνι με μέλι δεν τα μαλάκωνε-,εσύ έξω από ένα φούρνο να μιμείσαι τις κινήσεις μου.Πουθενά ο έρωτας σαν έρωτας,μονάχα η ηχώ μιας πρώτη αγάπης και ορισμένα τρικλίσματα από το πρώτο γνήσιο ρακόμελο.

Είχε αρχίσει να χιονίζει.Είχα κατέβει από το ύψωμα κουβαλώντας μαζί μου δυο τρεις γρατσουνιές.Μου κρατούσε το χέρι και μιλούσε για το πως ο άνθρωπος έπαψε να αφουγκράζεται την σιωπή και πασχίζει να δίνει νόημα σε κάθε λέξη.Του είπα πως χωρίς σιωπή,θα ένιωθα μουγκή.Κοντοστάθηκε για λίγο,είσαι αστεία μου είπε και συνεχίσαμε.
Είχαν περάσει λίγοι μήνες που έμενα με αυτόν,-εσύ αδιόρατος-,δεν με είχε ξεγυμνώσει ποτέ.Του άρεσε έλεγε να με φαντάζεται. Πολλές φορές ξάπλωνα δίπλα του γυμνή,κολλούσα στις άκρες του,μα αυτός μούγκριζε και βρυχόταν.
Τα πρωινά έκοβε ξύλα και εγώ έτρωγα βραστά κρεμμύδια.Τα κουβάλαγε έπειτα,άναβε φωτιά και έβαζε σε τηγάνι κρέας,μια κούπα λάδι και τηγάνιζε.Κάθε μέρα λίπος και κρεμμύδια.Σε έκανα άνθρωπο μου έλεγε,αλλιώς θα πέθαινες.Άκου εκεί βραστά κρεμμύδια.Σιωπούσα,αναστέναζα,σκεφτόμουνα τα παλιά,τότε που εσύ ένα άλλος είπες κάτι παρόμοιο σε άλλο πρόσωπο όμως,και δάκρυσα.έφτυσα το λιπαρό του κρέας,έτριξα την καρέκλα και βγήκα από το σπίτι.
Το χιόνι είχε σταματήσει.Δέντρα ολόλευκα τίναζαν τα φυλλώματα τους. Κάθισα στις παγωμένες πέτρες,σχεδόν έκλαιγα.Ύστερα άκουσα την πόρτα να ανοίγει,βήματα να με πλησιάζουν.΄΄Γαμώτο!΄΄
πήγε να με σηκώσει από τις μασχάλες.Έριξα όλο το βάρος μου μπροστά.΄΄Τί έχεις πάθει;΄΄ μου φώναξε.΄΄Φεύγω!΄΄ του είπα.
Σηκώθηκα απότομα,σχεδόν έτρεξα μέχρι το πόδι μου να πατήσει στο μονοπάτι για το χωριό.΄΄Μα είσαι σχεδόν γυμνή!''
Βάδιζα αργά μα σταθερά, ξεθάβοντας με το πόδι μου και ελευθερώνοντας το χιόνι από το μονοπάτι.΄΄Τράβα βρες τον!Νεκρός είναι,νεκρός...!΄΄, ξεφώνισε και ύστερα έσκασε σε ένα γέλιο τρανταχτό και θορυβώδες,ώσπου το τοπίο άλλαξε,τα δέντρα αραίωναν και θάμνοι άγριοι,αφυδατωμένοι από το κρύο, ξεπρόβαλαν.
Νύχτωνε,απλωνόταν ομίχλη,ο νους μου θόλωνε,τα άκρα μου σαν να είχαν αλλάξει θέσεις,ένιωθα τον παλμό τους.
Και ύστερα είδα μέσα από φώτα κιτρινωπά,περιλουσμένα με καπνούς τα πρώτα σπίτια του χωριού.

Θα ξημέρωνε.Με το πρώτο φως θα ξύπναγα,θα έβρισκα-σαν εκείνη την φωτογραφία-,πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι να στέκουν τα χέρια σου,απαλά,με τα χοντρά σου δάχτυλα,να ακουμπούν την κούπα με το τσάι,δίπλα ο χαλβάς μισοτελειωμένος,ψωμί ολόμαυρο με σπόρους και ένα καλάθι με φρούτα,όλα για μένα,α! και στο πλάι μια τάρτα λεμονιού,αχνιστή,ελαφρώς δοκιμασμένη.Θα καθόμουν απέναντι σου στο σκαμνί,θα σε κάρφωνα στα μάτια,καθαρίζοντας ένα μανταρίνι,θα έψαχνα με τα γόνατά μου τα δικά σου και ύστερα καθώς θα μου έσκαγες ένα από κείνα τα χαμόγελα,τα περασμένα,τα ελαφρά,γεμάτο νοήματα,εγώ,-έπειτα από δευτερόλεπτα σιγής-,θα σου έλεγα γεμάτη ενθουσιασμό πως η τάρτα λεμονιού θα κρύωσε και καιρός να την φάμε πριν αρχίσουν να λιώνουν τα χιόνια από τις πρώτες διστακτικές αχτίδες του ήλιου..

23.11.11

ένα πρωινό μια καμπουριασμένη μορφή

..τελευταία ξυπνώ αναμαλλιασμένη από όνειρα που έχω ήδη λησμονήσει μιλάω ακατάπαυστα στον εαυτό μου,τσιμπώ βουτήματα,ρουφώ αφεψήματα,πράγματα πέφτουν από τα χέρια μου,νερά χύνονται,μια αστάθεια παντού πάνω μου δεσπόζει,ένας συνεχόμενος πονοκέφαλος γύρω από τους οφθαλμούς μου με κυβερνά.

ρόδιζε ο αέρας
και μια καμπουριασμένη μορφή
έσερνε ξύλινα κιβώτια
στην άσφαλτο

ο θόρυβος με ξύπνησε
έβλεπα όνειρο
ανεβαίναμε,λέει ένα βουνό με διάσπαρτα πεύκα και καστανιές και κάτι θάμνους άγριους σαν ενωμένη μάζα νεκρών φύλλων.τα λουλούδια φύτρωναν μονάχα πάνω σε βράχους μυτερούς, μα μύριζες δίπλα σου διαρκώς ένα άρωμα μεθυστικό σαν να κουβαλούσες στις τσέπες σου άνθη αμυγδαλιάς.το βουνό είχε μια κλίση απότομη και νόμιζες διαρκώς πως αιωρείσαι στον αέρα. αυτός προχωρούσε μπροστά και εγώ ξέφευγα διαρκώς από την σκιά του.έστηνα παιχνίδια με τα σύννεφα και μιλούσα στην γύρη που απλωνόταν ολόγυρα.είχα ξεμείνει πίσω και κρυβόμουν.προσπαθούσα επίτηδες να χαθώ από το οπτικό του πεδίο.
είχε ασπρίσει μα οι ρίζες του έβγαιναν πιο μαύρες από ποτέ,κορακί χρώμα που κατέληγε σε ένα χλωμό αρρωστημένο λευκό.η όψη του γερασμένη δίχως τίποτα παιδικό η αθώο.μιλούσε μονάχος του για κάτι γυναίκες με φτερά πεταλούδας που κινούνταν στο σώμα του σαν κάμπιες,και ρουφούσαν τους χυμούς του σαν διψασμένες πουτάνες .μια πελαγωμένη θλίψη αποστεωμένη σε όλο του το προσωπείο μα έδειχνε ερωτευμένος.κοίταγε διαρκώς πίσω του,μα δεν έψαχνε εμένα.
μαδούσε τα άνθη και τα σκόρπιζε στον αέρα.είχε γυμνώσει κάθε φωτοσυνθετική ύλη καθώς ανηφόριζε και κάπου κάπου έχωνε το χέρι του στην τσέπη του παλτού του και έβγαζε κάτι φουντούκια μαύρα σαν στάχτη και μασούλαγε.ακουγόντουσαν κάτι κρατς κρατς και προσπαθούσα να μαντέψω αν ο ήχος προερχόταν από τα δόντια του ή από ήχους μικρών ζώων που μας παρακολουθούσαν καλά κρυμμένα πίσω από φυλλωσιές.
και ύστερα αίφνης βρέθηκα σε ένα δωμάτιο με κλουβιά κρεμασμένα από το ταβάνι και μια γρια καθισμένη οκλαδόν σε μια γωνιά με το φόρεμα της,σαν καλάθι,γεμάτο κάστανα.είχε ένα δόντι πεταχτό και με αυτό τα δάγκωνε και τα κατέβαζε ύστερα αμάσητα..η γριά έτρωγε σκυμμένη,και εγώ σύρθηκα, στα γόνατα, σιμά της και έγλυφα τις φλούδες.άρχισε τότε ένα γλυκό νανούρισμα,ένα μοιρολόι για παιδιά που χάνονται στις θάλασσες με τα καπέλα τους,που στραβά στέκουν στο κρανίο τους,και που το κύμα ξεβράζει χάρτες με κομμάτια από το δέρμα τους.ο ρυθμός και η φωνή της έμοιαζαν να ξεφυτρώνουν μέσα από όστρακα,σχεδόν γευόσουν την αλμύρα τους.έγλυφα και καθώς η βαριά χροιά της ταξίδευε στα αυτιά μου, έγειρα στον ώμο της και αποκοιμήθηκα....

ώσπου η καμπουριασμένη μορφή που έσερνε ξύλινα κιβώτια στην άσφαλτο με ξύπνησε .
με ξύπνησε από ένα ύπνο διπλό και διχασμένο.



22.11.11

Ζάχαρη τον Χειμώνα ;

μοιράζοντας τους χειμώνες σαν κύβους ζάχαρης

Έπεφτε η βροχή
σαν τα ματόκλαδα του
-η τα ματόκλαδα του σαν βροχή-
φθινοπωρινή.
Είχε ξεχάσει έξω τις κουβέρτες,
να λιάζονται,
και αυτή μέσα ξεχνιόταν στο τεχνητό αυτοδημιούργητο σκοτάδι της.
Αποχωρίζονταν την σκόνη τους αυτές,
μα αυτή μούχλιαζε μέσα και έξω,την έτρεφε η σκόνη.
Καθώς τις μάζευε,διέκρινε μια λεπτή στρώση υγρασίας,σκουρόχρωμης,σαν χνούδι..
Το βράδυ αντίκρισε μονάχα τα φρύδια του,μαυριδερά,με εκείνο το ιδιαίτερο τους σχήμα.
Και πουθενά ματόκλαδα.


σε κάτι πλάσματα μικρά μα συνάμα μεγάλα που φύγαν μακρυά

να λοιπόν πως άρχισαν όλα,πως με μια λέξη κόβονται τα νοήματα και νεκρώνονται οι αισθήσεις και εσύ μια ίσως μοναδικά ίδια ύπαρξη χάνεις κάθε σου βήμα για κάθε του κίνηση.
ξεφλουδίζεις τον καρπό και τρως την φλούδα και φτύνεις τα δόντια σου.γελάς με τις χελώνες,τις βάζεις να κάνουν αγώνα και αυτές δεξια και αριστερά ξεχύνονται και επιστρέφουν στα πόδια σου.τα έπιπλα που κουβαλούσαμε μοιράστηκαν σε ανθρώπους κατσαρίδες που αραδιάζουν τα σκουπίδια τους μπροστά στα μούτρα σου και τα αφήνουν εκεί μέρες μέχρι να αξιωθείς να τα πετάξεις εσύ.τα χοροπηδητά μας τότε ήταν ντυμένα με χρώματα μενεξεδιά και η πόρτα εκείνη η ξύλινη με σιδερένιο πόμολο κλειστή και κλειδωμένη χωρίς κανέναν θυρωρό χωρίς καμοιά αιτία για να ανοιχτεί.μα ήρθε αυτός μια νύχτα ντυμένος με σταχτί προβια και κουδούνια κρεμασμένα στην ζώνη του,αυτός δεν μοίραζε πορτοκάλια στους γέρους-όπως συνίθιζαν σε κείνο το μέρος στα ψηλά της χώρας- μα κρατούσε τσιμπίδια και τα χώνε στις κλειδαριές και άνοιγε την πόρτα στο αύριο,σε ένα μέλλον που μας έβρισκε με μάτια ορθάνοιχτα και δέρμα πλαδαρό να κλαίμε κρυφά η μια από την άλλη.η πόρτα γκρεμίστηκε και φύγαμε.η μια κατέβηκε νότια κουβαλώντας μονάχα τις αντίκες της μητέρας της και ένα δυο ρούχα,κατέβηκε και έμεινε εκεί ,σε ένα σπίτι με αρσενικά και μουσική να ξεχύνεται από ηλεκτρικά όργανα.η άλλη ζει κάπου εδώ τριγύρω,φοράει παπούτσια μυτερά και προσπαθεί να βρει αυτό που από μικρή έψαχνε,μα καμιά δεν ξέρει τι..αυτήν την αγαπούσα περισσότερο,ήταν πιο αδύναμη και αθώα,μικρές παίζαμε τις εξερευνήτριες στα βουνά μα κάθε φορά μάτωνε τα γόνατά της και έμενε πίσω,με άφηνε μόνη.περιφέρεται λοιπόν κάπου στα διπλανά τετράγωνα και σκαλίζει την πέτρα της καθημερινότητας της,μα όχι μαζί μου πια,με άλλους.η άλλη η τελευταία ίσως να μαι εγώ αυτή δεν ξέρω,είναι ακόμα εδώ.ακούω μουσική χωρίς λόγια,μονάχα με κινήσεις,ψάχνω βότανα θαυματουργά,σκαλίζω στο πατάρι τις παλιές μου φορεσιές και τα παλάτια που έστηνα στο πάτωμα.κουβαλώ έναν καθρέφτη στο σακίδιο μου,καθώς κοιτώ στα θολά νομίζω πως κάπου στις γωνίες της εικόνας μου τις βλέπω και αυτές να γελάνε η κάθε μια χωριστά,ξεχασμένη από κάθε παλιό λιθαράκι της ελαφρόμυαλης μνήμης της,μα χαχανίζουν κοκκινισμένες και έπειτα χαμογελώ και εγώ...τις σκέφτηκα σήμερα πιο ευτυχισμένες από ποτέ να περπατάνε με τον τρόπο τον δικό τους σε πεζοδρόμια βρώμικα,και τις έβρισα,όπως έκανα και τότε,τις έλουσα με όλα εκείνα τα κοσμητικά επίθετα που είχανε ξεμείνει κάτω από την γλώσσα μου εδώ και καιρό και ύστερα άρχισα να γελώ,με ένα γέλιο ανήκουστο και τρανταχτό,που με τρόμαξε και σώπασα και ξέχασα.πήρα το ποδήλατό,τα μποτάκια στο χέρι και βγήκα για μια βόλτα στην παραλία.το φως είχε κιτρινίσει,μια ομίχλη σαν θεριό βούιζε από μακρυά,βουλώνοντας τα αυτιά μου.ο χειμώνας έφτανε ,κοντοστεκόταν,συνέχιζε και θα με βρει εδώ-το ξέρω-παρούσα μαζί του.ο πρώτος χειμώνας που θα αναμετρηθεί με την απουσία τους.περιμένω λοιπόν..

ο χ ρ ο ν ο ς

12.11.11

μια ηλιαχτίδα ξεστράτισε

Είχε ξεχάσει να έρχεται νωρίς.
Στεκόταν και παραμύθιαζε τον κόσμο με κόλπα αλλόκοτα και ιστορίες ξενόφερτες με ήρωες πουλιά.
Κολλούσε τρυφερός στους γοφούς των κοριτσιών,και φώναζε παλαβά και ξέπνοα
''Ήλιε μου!Ήλιε μου!''.
Τρέχανε αυτές,βούιζε ο τόπος τσιρίδες ,ορισμένες κοκκινίζανε κιόλας,οι πιο ντροπαλές ξεσπούσαν σε κλάματα.Μα αυτός και ο ήλιος του δεν έδιναν σημασία,συνέχιζαν.
Τον συνάντησα σε ένα βουνό,μια κρύα δύση,με υγρασία και χιονόνερο να στάζει στις πλαγιές.
Ξυπόλητος με ένα σχισμένο πουλόβερ και χοντρές κάλτσες τυλιγμένες στα χέρια του,τραγουδούσε...
Μικρή σε είχα στις παλάμες μου/μονάχα εγώ και εσύ γλυκιά μου/μα ξέσπασε μπόρα/έσταζες στα μαλλιά μου/σε έχασα τώρα/έφυγες μακρυά μου/σε πήρε άλλος ή δεν μήπως δεν υπήρξες ποτέ καρδία μου ;/.
Έμεινα να κοιτάζω και να αφουγκράζομαι μαζί.Συγχρόνιζα τις αισθήσεις μου και προσεχτικά προσεχτικά πλησίαζα προς το μέρος του.Στα χέρια του κρατούσε ένα άσπρο σεντόνι και ένα φως ξεπρόβαλε μέσα από τα δάχτυλά του.
Μα δεν κρατούσε κερί ούτε λάμπα,μονάχα το σεντόνι,λευκό και αυτήν την φωτεινή πηγή που είχε ξεφυτρώσει ενδιάμεσα από τα δάχτυλά του και φώτιζε,με ένα φως χλωμό και άπιαστο.
ΣΑΝ με είδε κάθισε κάτω,σε μια ρίζα λεύκας,έστρωσε το σεντόνι μπροστά του με επιμέλεια και περίμενε.
Ξαφνιασμένη ,δεν γνώριζα αν είχε αντιληφθεί την παρουσία μου ή αν χαμένος στο δικό του όνειρο,φλέρταρε με τον ρόλο του.Πέρασαν στιγμές σιωπής,υπόκωφης βουβαμάρας,τις οποίες διέκοψε αυτός με ένα νεύμα ευγενικό και εύθραυστο σαν το πρόσωπο του,μου επέτρεψε να κάτσω σιμά του.Γιατί περίμενα άραγε από το πλάσμα αυτό,άδεια για να ξαποστάσω;
Με την σκέψη αυτή,αδίκως,βασανιζόμουν,βάζοντας στην άκρη σε μια ίσως δεύτερη μοίρα τα επίγεια φώτα και ολόκληρη την σκηνή αυτήν καθ' αυτήν-πράγματα δηλαδή για τα οποία θα έπρεπε να πασχίζω να βρω απαντήσεις.-
Και αίφνης άρχισε,μια αργή και ψιθυριστή αφήγηση...
<<Λουζόταν με μπλε κέδρο και θαλάσσια φύκη.Μια θεία της,της τα έφερνε μέσα σε γυάλινα μπουκαλάκια.Μια ηλιαχτίδα ,έστεκε πάνω της,ξεχασμένη.
Σαν μυριάδες ήλιοι να είχαν άλλοτε ξαποστάσει στο σώμα της,μα νικημένοι,παραδωμένοι,να αποχώρισαν αφήνοντας ξωπίσω τους μια ολόχρυση ηλιαχτίδα φωτός που ξέπνοη ,έλαμπε.
Τα πλάσματα την απόφευγαν.Την κοίταζαν λοξά,στραβοκοπιόντουσαν.
Σε μια άλλη εποχή ίσως να της στήνανε βωμό,να την αποκαλούσαν ''Ω μεγάλη θεά!'' και με θυσίες ζώων μα και ανθρώπων να έπεφταν στα πόδια της ζητώντας να δείξει έλεος στους ίδιους και στον λαό τους.
Με εν έτη χ ,θεωρείτο διαβολικό πλάσμα,η αιτία όλων των δεινών τους.
Το δωμάτιο της είχε ένα παράθυρο που έβλεπε σε μια αλάνα.Κάτι ξερόχορτα και μια λυγισμένη αμυγδαλιά ήταν η μόνη απόδειξη πως κάποτε εκεί υπήρξε ίσως ένας κήπος,μικρός μεν,μα κήπος.
Μια νύχτα αλλοπρόσαλλη,με μια νέκρα τριγύρω αποπνικτική και άρωμα κανέλας να ξεχύνεται από τις ρωγμές των σπιτιών,ακουμπισμένη στο παράθυρο,γυάλιζε την ηλιαχτίδα της.Φαντασμένη και αθώα όπως ήταν,σακατεμένη από την μοναξιά της και σκοτοδίνη των ματιών της,τα έβαλε με την μοίρα της,με την καρφιτσωμένη στη ράχη ηλιαχτίδα της...
Έξω δέσποζε η πανσέληνος ,όταν αυτή σωριασμένη στο πάτωμα στράβωνε τον αέρα,σαν κάποιο φάντασμα να είχε χυθεί μπροστά της και να το ξόρκιζε.
Την βρήκα,παγωμένη με ένα μούδιασμα να τσακίζει τα μόρια τριγύρω.Όλα δίπλα της κρέμονταν θαρρείς από μια κλωστή και χόρευαν,λαμπύριζαν με μια όψη αρρωστημένη.
Ξέσπασα σε έναν βουβό θρήνο.Ορθώνοντας το βλέμμα μου με θολή ματιά, αντίκρισα μια πανσέληνο υγρή και ελαφρώς κοκκινισμένη.Ένιωσα να σφύζει από ζωή όλο της το είναι και ζήλεψα.Ω ναι ζήλεψα τόσο πολύ,τόσο βαθιά εισχώρησε η εικόνα του φεγγαριού αυτού μέσα μου,που τελικώς το μίσησα.Μίσησα το φεγγάρι,τη λάμψη του, έσφιξα τις γροθιές μου,μεθυσμένος ακόμα από την μορφή της αφημένη στα πόδια μου και υποσχέθηκα να πάρω εκδίκηση.Η ζηλοφθονία μου δεν με άφησε μήτε να την φιλήσω για τελευταία φορά,να γύρω πλάι της.Την πήρανε μέσα από τα χέρια μου,σαν πούπουλο χάθηκε.Δεν έπραξα τίποτα παρά το μάτι μου αισθάνθηκα να γυαλίζει και αλληθώρισα στιγμιαία.
Από τότε κάθε νύχτα στα δάχτυλά μου φωλιάζει ένα φως,χλωμό και κιτρινιάρικο συνάμα,ένα ύπουλο φως,διαβολεμένο.Ένας δηλητηριασμένος ήλιος που ξεστράτισε,που ηθελημένα και απερίσκεπτα εγώ,μονάχος το φυλάκισα στα άκρα μου και τώρα με καταριέμαι.Κουβαλώ εφιάλτες θεοσκότεινους και παραληρήματα που τρικλίζουν σε κάθε κοινή λογική σκέψη.
Με φωνάζουν τρελό,μα εγώ αγάπησα και μίσησα,ενώ αυτοί...Ενώ αυτοί προσποιούνται ακόμα και την δίψα τους.Αχ δίψα για αίμα,μονάχα λαχταράν.Για ωμή σάρκα, πληγωμένη μαυρισμένη ψυχή.Αχ φεγγαροντυμένη και άμυαλη,γλυκιά μου.>>

Σώπασε ύστερα,έκλεισε τα μάτια,κούνησε το κεφάλι του-δεξιά και αριστερά-,σαν να ήθελε να ξεχάσει-ή ίσως και να ξεχαστεί- και άρχισε πάλι να σιγομουρμουρίζει έναν σκοπό αλλιώτικο και βαρύ.
Σιμά σου έγειρα και αποκοιμήθηκα/κρατήθηκα,τα δυο σου στήθη με ανασήκωσαν/σε φίλησα εκεί στην άκρη του λαιμού σου/χυθήκαμε στα κύματα μα χάθηκες καλή μου./
και οι λέξεις εκεί κόβονταν.
Σε αγάπησα σαν έρωτας βαθύς σε πλήγωσα ψυχή μου.
Έφυγα.Απαλά σαν αιωρούμενη σκιά,παραμέρισα χαμόκλαδα,γλιστρώντας αποχώρισα.
Είχε ένα σκοτάδι πίσσα και απόρησα,πριν καλά καλά το συνειδητοποιήσω είχα υψώσει το κεφάλι μου ψηλά,ψάχνοντας για το φεγγάρι.
Έλειπε.Αυτό μαζί με το φως του.Η συντροφιά του ολόκληρη απουσίαζε.Και ο ουρανός πιο καθαρός και γαλήνιος από ποτέ,έγερνε βαρύς και η ατμόσφαιρα αδημονούσε.Αναζητούσε μια μορφή να καλύψει το κενό εκεί ψηλά και ζητούσε ενδιαφερόμενους.Μα ουδείς δεν ήθελε μια θέση σαν αυτήν.
Νοσταλγούσαν μα αδιαφορούσαν.
Αποφάσισαν να ξεχάσουν την σελήνη και τις ενδυμασίες της. Οτιδήποτε είχε να κάνει με αυτήν το άφησαν να διαφαίνεται μονάχα μέσα από σελίδες βιβλίων και από πνιχτές φωνές ρομαντικών κορασίδων που απεγνωσμένα την αναζητούσαν τις νύχτες να τους θυμίσει τον καλό τους..
Το φεγγάρι είχε ξεψυχήσει πλάι στην ράχη του κοριτσιού με την ηλιαχτίδα και το φως του εκδικητικά είχε φυλάξει εκείνος ο άντρας,εκείνη η ξεχωριστή λαβωμένη ύπαρξη που πλέον μονάχα από ουράνια απουσία κρίνεται και τον θυμίζει.

27.10.11

σαν αθώος και σαν εχθρός

Εσύ,μονάχα εσύ,αρρωσταίνεις τους ανθρώπους γύρω σου.
Τους ποδοπατάς και ύστερα τους αποχωρίζεσαι ευελπιστώντας πως το φταίξιμο ήταν δικό τους.

Φυσούσε.Φύλλα χόρευαν στους δρόμους.Τα χρώματα είχαν αλλάξει.Ένας αέρας αόρατος στην αίσθηση,ορατός στα μάτια,ατένιζε τις βλεφαρίδες μου.
Σκοτάδι απλωμένο σαν στρώμα απάνω στην στερνή μου ελπίδα να τον βρω.Διψούσα. Κατάπινα το σάλιο μου,μα κατάφερα να στεγνώσω τον λαιμό μου.Ένιωθα τα ούλα μου να διαστέλλονται,να αποκτούν σφυγμό.
Ένας νεαρός γύρω στα είκοσι,με πλησίασε.Κοίταξα μονάχα τα παπούτσια του,σκισμένες βάρκες αρμένιζαν στα χώματα.
Με ρώτησε αν περιμένω πολύ ώρα εδώ.
Του απάντησα πως περιμένω από τότε που με θυμάμαι.
Σιωπηλός,παρέμεινε στη θέση του,κοίταξε δεξιά,αριστερά έπειτα έριξε μια ματιά στο ρολόι του και απομακρύνθηκε.
Μια στιγμή μόνο έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος μου,σαν να 'θελε να αποδείξει στον εαυτό του οτι δεν υπήρξα πλάσμα της φαντασίας του.
Ο κόσμος είχε αλλάξει.Μάδιζαν τους λιγοστούς κήπους και γευόταν απελπισμένα τα άνθη.Κουλουριάζονταν στα παγκάκια με ένα κομμάτι καθρέφτη στα χέρια του,θαύμαζε το είδωλό του..Οι περισσότεροι χωρίς ρούχα,ζωγράφιζαν τις παλάμες τους και έγραφαν το όνομά τους στο μέτωπο.Άλαλοι χοροπηδούσαν με την δύση του ηλίου,έκλαιγαν με την ανατολή..
Σκεφτόμουν οτι πίστευαν ίσως οτι η νύχτα είναι ικανή να σπείρει το θάνατο ευκολότερα από οτι η μέρα.Είχαν περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν κάτω από το φως του ήλιου και αυτό τους κατέθλιβε.
Αποζητούσαν τον θάνατό τους μα δεν οδηγούνταν στην αυτοκτονία.Πίστευαν στους ψαλμούς,στους τελευταίους αποχαιρετισμούς.ήξεραν οτι θα φαγωθούν από τα σκουλήκια μα ήθελαν δίχως την δική τους επέμβαση να πεθάνουν.
Κοίταζα και ήθελα απλά με μια κίνηση να χαμογελάσω σε όλους τους.Μα τα ζυγωματικά μου κρέμονταν ανέκφραστα.Ήταν εκείνος που είχε κλέψει τη στρογγυλάδα του προσώπου μου.Είχε κλέψει κάθε σπιθαμή φωτεινότητας και με είχε παρατήσει με μια αμηχανία και ένα μούδιασμα να παραλύει το κορμί μου...
Οι άνθρωποι συνέχιζαν να τριγυρνάνε άπρακτοι.Όντας άνεργοι στην ίδια τη ζωή τους,περιφέρονταν σαν εγκλεισμένοι στη πιο στενή και μουχλιασμένη αυλή του πιο ξοφλημένου τρελοκομείου.Τα ψυχοφάρμακα είχαν καταντήσει παυσίπονα και οι τρελογιατροί το γύρισαν σε ποιητές της δεκάρας,γράφοντας στίχους από συνταγές και μοιράζοντας τα βιβλία τους δεξιά και αριστερά,φορώντας μπερέ και ένα μαντήλι στο λαιμό,ολόλευκο να τους θυμίζει ίσως την προηγούμενη ιδιότητα τους.
Έμοιαζα μάλλον με το πιο λογικό ον εκεί τριγύρω γιατί μέσα σε όλην την οχλοβοή,με πλησίασε ένας μαυροντυμένος με πορτοκαλί μποτάκια και μαντήλι-να κρέμεται από την μια μεριά ανέμελο,να τείνει να σκουπίσει την άσφαλτο-,κύριος.Θα ήταν γύρω στα 40,με ελαφρώς γκρίζες φαβορίτες.
Στάθηκε απέναντί μου,μου ζήτησε φωτιά.
Είχα ξεχασμένα δυο τρία σπίρτα και του τα έδωσα.
Τα πήρε,τα άναψε όλα μαζί με μιας και έμεινε να τα κοιτάζει,να πετάνε σπίθες,να ρουφάνε σαν δαίμονες το οξυγόνο,να καταβροχθίζουν τα μόρια του,αχόρταγα.Ώσπου έσβησαν και ζάρωσαν μαυρισμένα στα χέρια του.
Μου είπε.
''Μόλις έχασες.''
Κοίταξα τρομαγμένη τα δάχτυλά του.
Έστεκαν κρυστάλλινα-καθώς και γνώριμα-παραδωμένα στη θερμότητα.
''Τι 'έχασα;'',ψέλλισα.
Σήκωσα το βλέμμα μου,μα είχε ήδη απομακρυνθεί.
Μέρες μετά κατάλαβα..
Στεκόμουν βουβή,αφοπλισμένη από κάθε αίσθηση και παρατηρούσα την παρακμή μιας ολόκληρης γενιάς.Δίχως άκρα και με μια σκέψη ουδέτερη,παρωχημένη,στεκόμουν δίχως να νοιάζομαι για το αύριο.Αν υπήρχε αύριο.
Κατάλαβα πως όλοι αυτοί εκεί,όντας χαμένοι σε ένα λαβύρινθο παροξυσμού και σιωπηλής ηχώ,δεν περίμεναν τίποτα παρά μονάχα την ακούσια φυγή μου.
Μήτε τα σκαστά μου χείλη,να τους χαμογελάσουν,μήτε το ξεφλουδισμένο κιτρινιάρικο δέρμα μου να τους προσφέρει απλόχερα τα χάδια του.Ήθελαν ή καλύτερα ευχόντουσαν να φύγω,να τρέξω να σωθώ,μα αργά και σιγανά να απομακρυνθώ δίχως πισωγύρισμα.
Προφανώς γνώριζαν ήδη πολλά.Γεγονότα και στοιχεία που εγώ αγνοούσα παντελώς.
Ο τελευταίος κύριος,εκείνος που τα χιόνια είχαν αγγίξει τα μαλλιά του,με λιγοστή υπαρκτή εναπομείναντα συναίσθηση,μου έδειξε τον δρόμο,
Και έτσι πρόλαβα και πρόφτασα.
Την παιδικότητα μου πρόφτασα να προλάβω μην τυχόν και εκλείψει.
Μην χαθεί...

24.10.11

λευκή σελίδα

Κολλάει στις γωνίες των χειλιών της,
σκαρφαλώνει στους τοίχους ξένων σπιτιών
πλάθει τις τούφες των μαλλιών της,
οι φίλοι -του-,τον φωνάζουνε τρελό...

5.10.11

το φτερούγισμα και εσύ


Μοσχομύριζες τριαντάφυλλο,λουζόσουν με πέταλα.
Το δέρμα σου είχε κοκκινίσει,το ίδιο και τα μαλλιά σου.
Ξυπνούσες τα πρωινά με πονοκέφαλο,
κάθε μέρα και πιο αργά ξυπνούσες.
Σε χάιδευα στους κροτάφους σου,
απαλά σαν ιδρώτας σε έλουζα.
Σηκωνόσουν και με έντυνες με φορέματα.
Βαριανάσαινες ,ξανακοιμόσουν.
Χάζευα το φως,έβραζα νερό
και έπινα καυτό τσάι.
Μυρωμένος θάμνος το όνομά του.
Οι κουρτίνες μύριζαν μήλο και κανέλα.
Κάθε δυο μέρες με έβαζες να τις πλένω,
γιατί έλεγες,σιχαινόσουν την κανέλα.
Σε πίκριζε.
Καμιά φορά μαγείρευα,
λαχανικά και ρύζι στον ατμό.
Στίβαζα τα λεμόνια στον πάγκο
και ρουφούσα τους χυμούς τους.
Μου έλεγες πως άμα συνεχίσουμε έτσι,
θα καταντήσουμε κόκαλα.
Λευκά οστά.
Έτσι έβγαινες έξω και γυρνούσες με μια σακούλα γκοφρέτες.
Λεφτά δεν είχες,
μα δεν σε ρωτούσα τίποτα.
Το ήξερες πως οι γκοφρέτες ουδέποτε μ άρεσαν,
μα έμενες απορημένος να με κοιτάς με τις ματάρες σου κάθε φορά,στη κάθε άρνηση μου να δοκιμάσω.
Τις έτρωγες όλες μονάχος.
Πονούσε η κοιλιά σου έπειτα
και σου ετοίμαζα χαμομήλια.
Έβρισκα ευκαιρία και ρουφούσα άλλα δυο λεμόνια έτσι.
Χωρίς να το καταλαβαίνεις κάθε φορά.
Στα κρυφά ξίνιζα την μούρη μου.
Όσο γλυκιά και να έλεγες πως είμαι,δεν σε πίστευα.
Οι βόλτες μα ήταν λιγοστές.
Ζούσαμε με έρωτα και αφεψήματα.
Τις νύχτες που κοιμόσουν,έμενα ξάγρυπνη.
Συγύριζα τα πεσμένα στο πάτωμα,παπλώματα.
Δίπλωνα την γύμνια μας.
Ξημερώματα έβγαινα στους δρόμους.
Γυρνούσα με τις τσέπες φουσκωμένες λεφτά.
Δεν φαντάζεσαι πόσα χρήματα χάνουν οι άνθρωποι τα βράδια.
Δεν μου είχες εμπιστοσύνη.
Πίστευες οτι δυνόμουν σε άγριες απολαύσεις,οτι τριγυρνούσα με αδαή αρσενικά,τους έδινε το σώμα μου να το εκμεταλλευτούν και αυτά ως αντάλλαγμα με πλήρωναν.
Τα χρήματά μας έφταναν για τα βασικά.
Τώρα που το σκέφτομαι ίσως γι αυτό με ειρωνευόσουν και με έβριζες.
Δεν ήταν το οτι πίστευες οτι είχα γίνει η πόρνη της γειτονιάς όσο οτι δεν έβγαζα πολλά από όλη αυτή την δουλειά.
Αυτό σε εκνεύριζε.
Με είχες για πιο χοντρά πράγματα εσύ.
Σε απογοήτευα.Το ένιωθα.Το προσπερνούσα.
Σε αγαπούσα και σε χρησιμοποιούσα μαζί.
Στις γιορτές μας σε βάφτιζα με διάφορους ρόλους.
Ήξερες,πως τις μέρες εκείνες,ήμουν η σκλάβα σου.
Μα ωστόσο, καθημερινά δεν ήμουν ;
Μια φορά είπες πως ερωτεύτηκες.
Σε ρώτησα το όνομά της.Έλεγες ψέμματα.Δεν με ένοιαζε.
Είπες θα φύγω.Θα χαθώ μαζί της.Θα γίνω αέρας,ο δικός της αέρας,μοναδικός,αιθέριος.
Είπες πολλά.Μιλούσες για οικογένειες,δουλειές και δείπνα με κρέας και πουρέ.Μου ήρθε να ξεράσω με τα τελευταία.
Άχρηστη με είπες.Πόρνη.Ανοίγεις τα σκέλια σου,για τον κάθε ξεπεσμένο πλούσιο.
Δεν σε μίσησα.Γνώριζα τα ψέμματα σου.Τις παράνοιες σου.
Έφυγες και για πρωτη φορά,ύστερα από δυο χρόνια,με πήρε ο ύπνος.
Ήταν γλυκός μα αβάσταχτος.
Ξύπνησα μεσημέρι.
Έξω φθινόπωρο.
Πορτοκαλιά χρώματα στους τοίχους.
Το δεξί μου χέρι μουδιασμένο.Μαζί σου είχα ξεχάσει πως να κοιμάμαι.
Στη κουζίνα βρήκα έναν λεμονοστύφτη και ένα σημείωμα.
''Για να μην κουράζονται τα χεράκια σου''
Πότισα τον κήπο,σκούπισα τα φύλλα στην αυλή.
Ο ουρανός άλλαζε διαστάσεις.Περιστρεφόταν πεισματικά γύρω από τις χαμηλές πτήσεις πουλιών.
Επιτέλους θα έβρεχε και τότε σε είδα.
Στεκόσουν στο ξύλινο κάγκελο πίσω μου,φορούσες γυαλιά και σχισμένη μπλούζα.
Χαμογελούσες.Ένευσες,μα δεν κουνήθηκες.
Γύρισα στο σπίτι,ρούφηξα ο νέκταρ μου με τον παραδοσιακό τρόπο και έπεσα ξανά για ύπνο.
Ξύπνησα αργά,μεσάνυχτα,ιδρωμένη,γυμνή από την μέση και πάνω,με το κεφάλι σου ακουμπισμένο στα στήθη μου.
Τα σάλια σου έρεαν προς τον ομφαλό μου.
Σχημάτιζαν σκοτεινά ρυάκια παχύρρευστου υγρού και σκιών.
Δέχτηκα την νοτισμένη σου συγγνώμη, αμίλητη.
Σηκώθηκα και άρχισα να σε χαϊδεύω,όπως παλιά,εκεί στους κροτάφους σου.
Σε λίγο θα ξημέρωνε.

28.9.11

χρωματισμοί

΄Εφυγες
με θρησκευτικές τελετές
σε θάψανε τα αγρίμια.
Ακόμα και στα ξενύχτια
αυτής της γκρίζας πόλης,
ξέρεις
πως τα νερά,αλμυρά
σε προσμένουν.
Κάθισε στα πόδια μου,
για μια τελευταία φορά.
Δες πως τα μαλλιά σου,
σκίζουν τον αέρα
σαν καραβόπανα.
Ευλαβικά κινήσου
παράλληλα με το σύμπαν.
Θα σε ξεχάσω
στις ακρογιαλιές
που παρέα
τραντάζαμε τα κύματα.

Στα χρώματα


Κατεδάφισε
την τελευταία χαραμάδα από το χλωμό σκοτάδι

Σε ένα απέραντο βάλτο
κολύμπησε
μα βούλιαξε στην 'άκρη της θάλασσας.
Αποκαμωμένος
ξαπόστασε στην αγκαλιά μου
σαν πλάσμα καμπυλωτό
κρεμάστηκε από τις γέφυρες του στήθους μου.
Ο ήλιος τον έκαψε.
Στο πρόσωπό του βουνά
και αναρριχητές.
Οι πιστοί
πετροβόλησαν τη σκιά του
καθώς αυτός πλάγιασε
στους τοίχους του ναού τους.
Με μια εφημερίδα
λασπωμένη,
με δυο λέξεις τυπωμένες
σκούπισε τα αίματα.
Τον λάβωσε η μνήμη του.
Κομπάρσος στάθηκε στη ζωή του
και αναδύθηκε από το θάνατο
σαν φλόγα
με φώτισε.




23.9.11

1992

στους Π του κόσμου
-γλυκές υπάρξεις-

Άνοιξε το ραδιόφωνο,εκείνο το παλιό καφετί του πατέρα του.Εκείνος ήταν νεκρός πια.Τον ρούφηξαν τα τσιγάρα.Τον κάναν μια χαψιά και έμειναν τα μάτια του αντικριστά να εύχονται -Καλή συνέχεια σε όλους.
Πράσινες,χοντρές εγκυκλοπαίδειες,ανακατεμένες με κλασσικά μυθιστορήματα και αταίριαστη ποίηση,ήταν καταχωνιασμένα στα ράφια.
Είχε χρόνια να μυρίσει το χαρτί,να διαβάσει σειρές σκόρπιων λέξεων.

Ακουγόταν το κλάμα της,το γρήγορο λαχάνιασμα της από την κούνια.
Άνοιξε την πόρτα και ξεπρόβαλε το παρελθόν του,στο μικρό δωμάτιο με τα μεγάλα παράθυρα.

Ναι εκείνος ίσως είχε φύγει,ίσως με τα χέρια του τρυπημένα.Τις φλέβες ενωμένες με σωλήνες ,με πρόσωπο χλωμό και με φωνή ραγισμένη,με καπνούς στα τοιχώματά της,του είχε προσφέρει ένα κουτί και μικρές κοφτές προτάσεις,
-Να είσαι ευτυχισμένος.
δυο δαχτυλίδια που όρθια καθρέφτιζαν την αμηχανία τους.
Η σιωπή είχε πάρει τη μορφή ανείπωτων συναισθημάτων.
Οι σκάλες είχαν σταθεί εμπόδια.Η φυγή είχε ξεριζωθεί από το μυαλό του.Το υγρό διαπερνούσε τις αρτηρίες.
Τον είδε να σωπαίνει.Γνώριζε τις σκέψεις του.Τις στερνές.Τον φόβο.΄
Ήθελε να του πιάσει τα δάχτυλα.Να τον σφίξει.Να του προσφέρει δυο ,τρία χρόνια ακόμα.Λίγη χαρά,κλάμα μωρού,σαλάκια και εκδρομές σε ξενοδοχεία με θέα την θάλασσα.Ίσως ήθελα να ψιθυρίσει και ένα -Σε αγαπώ.Μείνε....
Αντί γι αυτό βρήκε τον εαυτό του να σπρώχνει την καρέκλα του,να τον βαστάει από τα μπράτσα, βοηθώντας τον να φτάσει στο κρεβάτι.
Είχε κρύο ζέστη δεν θυμόταν.Ιδρώτας μονάχα και ένα γρήγορο ξεψύχισμα,που δεν άφησε χώρο και χρόνο για αποχαιρετισμούς.

Τώρα,ύστερα από χρόνια,με μια κορούλα να τον κρατάει ξάγρυπνο τις νύχτες,αναπολούσε τις στερνές στιγμές τους..

΄Ηταν εκείνος,τότε που τον έσωσε.Τώρα ίσως αυτή σώσει αυτόν.

22.9.11

περιπλάνηση

Τα κάστρα φωτισμένα, πασαλειμμένα με κιτρινωπά,ασθενικά φώτα.Ένας αέρας χωνόταν στην φούστα μου,βλέμματα καρφώνονταν στους μηρούς μου.Περπατούσα γρήγορα.Με βιασύνη διένυα τους δρόμους,δεν πρόσεχα τα φανάρια που αναβόσβηναν σαν τρελά,τους ανθρώπους που σιχτίριζαν το κάθε τι γύρω τους.Έψαχνα την θάλασσα.Η θάλασσα με έψαχνε ,σαν να ΄μουν το χαμένο όστρακο που ξέβρασε το κύμα στην πόλη.Στάθηκα στην άκρη του πύργου.Με μια αίσθηση ξεγύμνωσης,στάθηκα, αφαιρέθηκα στο τέλος της.Ήταν ήρεμη,γαλήνια και σχετικά καθαρή.Τα σύννεφα βαριά,μαύρα, αποκαΐδια στην παρακμή μιας ολόκληρης γενιάς.Βαστούσαν τον ουρανό τα σύννεφα,όπως εγώ βαστούσα τον πόνο στα χείλη μου,έσερνα την θολωμένη μου φιγούρα στην τελευταία ασφαλτωμένη γη.Μαύροι τύποι,απόγονοι μιας άλλης εποχής με πλησίασαν,μου μιλούσαν αγγλικά σχολιάζοντας την ποίηση.Απαντούσα μονολεκτικά,με απλές φράσεις,κοφτές,σταύρωνα την δύση,πασπάλιζα με σάλια την οδοντοστοιχία μου.Μετά από λίγο βαρέθηκαν και έφυγαν.Έτσι είναι οι άνθρωποι,μιλάνε χωρίς να γνωρίζουν, αποζητάν την προσοχή,τον θαυμασμό σου,στην πρώτη αγνόησή σου,σκάνε και φεύγουν.Άνθρωποι δεκανίκια της θάλασσας.Αθώα αποβράσματα.
Είναι φορές που εμφανίζεσαι δίπλα μου,με τον αληθινό σου εαυτό με αγκαλιάζεις.Ντύνομαι και εγώ τις κρυμμένες εκφράσεις μου και σαν εσένα,αληθινή ξαπλώνω στον ώμο σου.Έχουν περάσει χρόνια,είμαστε λιγάκι ευτυχισμένοι και μόνοι.Κάνεις δεν ασχολείται με τις περίεργες ορέξεις μας,δεν σχολιάζει τις κραυγές μας τις νύχτες.Στον αισχρό έρωτά μας,κανείς δεν παίρνει μέρος,μονάχα στραβοκοιτάγματα στα ρούχα μας αισθανόμαστε και κρυφογελάμε.Ναι έτσι ξεκινάνε και τελειώνουν οι φορές που ο εγωισμός μας έχει καταντήσει ψίχουλα στα χέρια μας.Έτσι τελειώνουν οι φανταστικές μας περιπλανήσεις.
Κάθομαι στα σκαλάκια.Ακούω τα σάλια από τα ζευγάρια πιο πέρα να γλύφουν τα προσωπεία τους.Η θάλασσα είναι μισό βήμα μπροστά μου,σκέφτομαι να αφεθώ.Να ακουμπήσω τα νερά της σκέφτομαι,να λιώσω εκεί σιμά της,να με ρουφήξει στον πάτο της,τα σκοτάδια της να με γεννήσει,να με μεταμορφώσει σε πλάσμα της.Δεν κάνω βήμα,ίσως φοβάμαι,δεν θέλω να χαθώ από την ζωή του ίσως.Γυρνώ. Αντικρίζω μια κοπέλα στην ηλικία μου,μόνη στρίβει τσιγάρο,σκέφτομαι να της ζητήσω ένα,λίγη φωτιά και παρέα,μα κλείνομαι στο μέσα μου.Σαν να ΄μαι ήδη νεκρή, χλομιάζω,την ξεχνώ.Ένας με φόρμες και αθλητικά,καστανός,εύσωμος και παρατημένος κάθεται δίπλα της,κάτι της λέει,το πρόσωπό της με μια έκφραση αηδίας τον βρίζει.Σηκώνομαι και αρχίζω να περπατώ αντίθετα από αυτούς.Δεν έχω όρεξη για να μαι το επόμενό του θύμα,ούτε χρόνο.Ανηφορίζω.Ο ουρανός έτοιμος να χύσει στα κεφάλια μας,τόνους νερού.Διαδρομή δεν υπάρχει,μονάχα μονοπάτια.Με οδηγούν σε μέρη που δεν θέλω να σταθώ,σε πρόσωπα που δεν θέλω να αντικρίσω.
Τον σκέφτομαι να τραντάζει το κεφάλι του,μετανιωμένος,μα και καυλωμένος να την αποζητάει.Διχασμένος από τον έρωτα του και την ζωώδη φύση του,να βλαστημάει την συμπεριφορά μου.Έχω σφραγίσει κάθε ευκαιρία για συνεννόηση μαζί του.΄Εχω παρατήσει κάθε σκέψη για μια ακόμα μέρα πλάι του.
Οι άνθρωποι στον δρόμο λιγοστεύουν,αρπάζονται από αόρατα σχοινιά και αυτοκτονούν στην μέση των πλατειών.Προσπερνώ, περιπλανιέμαι κάτω από τα πόδια τους.Ο αέρας μυρίζει νεκρή σάρκα.Οσφραίνομαι τον θάνατο παντού.
Η ζωή μου ήταν αυτός και αυτός μονάχος του αποκαλέστηκε ο βιαστής μου. Ηθελημένα με ισοπέδωσε.Βρήκε την αχίλλειο φτέρνα μου και με κατέστρεψε.
Θα μαζευτούν όλοι μαζί και θα χαζογελάνε.Τον γνωρίζω.Πρώτος αυτός θα σοβαρευτεί.Ύστερα όλοι μαζί.Θα με έχουν ξεχάσει.
Αστράφτει.Χοντρές ψιχάλες ερωτοτροπούν με το σώμα μου.Δεν έχω κουράγιο γι άλλη σκέψη.Τροφή για να τον κάνω εχθρό μου,δεν μου απέμεινε άλλη.
Σε μια μέρα να ποδοπατήσω τα πάντα,μου είναι αδύνατο.
Φεύγω. Στριφογυρνώ γύρω μου.Περιστρέφομαι και φεύγω..Αφήνω την θάλασσα,την βροχή,τα ψιθυρίσματα των νεκρών πίσω μου.
Μακρυά μια κόκκινη λωρίδα φωτός ξεχύνεται στα σπίτια.
Κάτι με περιμένει πίσω από όλο αυτό ,κάτι κρέμεται ,δίχως ντροπή και αυνανίζεται στην σκέψη της προδομένης ανθρωπότητας.Ξεσηκώνομαι και ξεκινώ για να το συναντήσω.Δίχως αυτόν ξεσηκώνομαι,ανηφορίζω.

14.9.11

the devil made me do it

Λάμπες αναβοσβήνουν,μα δεν είναι στην πρίζα.
Γι αυτό και για κείνο μιλάνε,ρεμβάζουν,ξαποστέλνουν τα αποτσίγαρα τους από τα παράθυρα.Ο αέρας μπαίνει ζεστός,η υγρασία κολλάει στα κορμιά τους,αναδεικνύει τις καμπύλες τους.
Λένε οτι είμαστε ένα μήνα πίσω,αιώνες πίσω είμαστε -προσθέτω εγώ- .Οι συμπεριφορές στους δρόμους μοιάζουν με ψηφιακά νεύματα.Συναντάς χαμένα βλέμματα ,πεταχτά φιλιά και σκυμμένα κεφάλια,από απάθεια ή αναζητώντας κανένα πεσμένο κέρμα,προσπερνάς,αναμετράς τις τελευταίες σου δυνάμεις για να φανερώσεις ξανά το κεφαλάκι σου στον ήλιο που καίει,πάνω από την άσφαλτο.
Οι λέξεις κρύβουν νοήματα που μάλλον πολλοί δεν θα αισθανθούν ποτέ.Γελούν με καλαμάκια στο στόμα,κουνιόνται πλασάροντας το στιβαρό τους σώμα,μα ο εγκέφαλός τους πληγωμένος,έχει συρρικνωθεί,έχει υποτροπιάσει.
Αγοράζουν εφημερίδες για να αποκτήσουν απαγορευμένα βιβλία,με λεπτό χαρτί,έτοιμο να σκιστεί στο δευτερόλεπτο,μα είναι φτηνό και τυλιγμένο σε ζελατίνη και το νιώθουν ήδη ζεστό να στέκει στην αγκαλιά τους,να τους ανήκει.
Χάρτινα κουτιά με σχισμές για συνεισφορές,ο κόσμος τα προσπερνάει ντροπιασμένος,χώνει τα δάχτυλά του στα φασόλια του μπακάλη.
Ξεχνιέται καθαρίζοντας επίτηδες κρεμμύδια,και απαντάει σε όποιον ρωτήσει.
''Γιατί είναι κόκκινα τα μάτια σου; Έκλαιγες;Ειδήσεις έβλεπες πάλι;''
''Ω μα όχι,καθάριζα κρεμμύδια.Πρέπει να στείλω φαΐ στον Γιαννάκη,όλη μέρα διαβάζει το παιδί,μισό έχει μείνει..''
Μα ο Γιαννάκης τρέχει στις συνελεύσεις,στις καταλήψεις και στα συντονιστικά,ξεχνάει να φάει,ψάχνει την κοπέλα από το χθεσινό πάρτυ με τα μπλε μαλλιά,με μαύρους κύκλους στρίβει τσιγάρα,πίνει μπύρες ζεστές,γελάει με τον σκύλο της σχολής και τα κόλπα του.Ο Γιαννάκης πεινά,μα σιωπά,τα δικά του δάκρυα δεν μπορεί να τα φορτώσει στα κρεμμύδια,τα ρουφάει βαθιά,γραπώνει γροθιές,τινάζει το μέλλον του,του ανήκει το κάνει οτι θέλει.Στέλνει φιλιά στην μαμά,υπόσχεται έναν σύντομο ερχομό στο χωριό,δαγκώνει τα χείλια του τις νύχτες,ελπίζει και ελπίζει σε ένα αύριο χθες .
Τον γνωρίζω τον Γιαννάκη τον ζω κάθε μέρα παντού δίπλα μου τον αισθάνομαι να ανασαίνει υγραίνοντας τις αίθουσες.Μαμά του Γιαννάκη,μην κλαις,νιώθω το βλέμμα του,σου λέω,θα πετύχει.Θα μονιάσει τους εφιάλτες του με τς χλωμές αυγές,θα ξεπηδήσει πριν καλά καλά το καταλάβεις.'Όλοι μας άλλωστε.


9.9.11

η άλλη


Ένα βαθύ μπλε χυνόταν στους ώμους του.Αργούσε να 'ρθει κοντά της,λες και οικειοθελώς καθυστερούσε την συνάντηση τους,σαν να φοβόταν μήπως δεθεί,τον κυριεύσει το πάθος και αυτή απογοητευμένη τον αρνηθεί.Καθόταν δίπλα της και τις ψιθύριζε ιστορίες στο αυτί,καμιά φορά έκλεινε τα μάτια και την χάιδευε με πορεία πάντα να καταλήγει στα χείλια της.Εκεί τα ακροδάχτυλα του, τρεμάμενα λούζονταν διστακτικά την απαλότητα τους,σπαρταρούσαν με μέθη.Την κρατούσε από τον λαιμό και αυτή νοτισμένη από ηδονή έχωνε την γλώσσα της βαθιά στο στόμα του,ταξίδευε από τον ουρανίσκο στα ούλα,στα δόντια,περικύκλωνε την γλώσσα του με μανία και ύστερα ιδρωμένη ξεκούμπωνε την μπλούζα της.
Είχε ερωτευτεί την στρογγυλάδα του σώματός της,καθώς αυτό τυλιγόταν πάνω του, ανασηκωνόταν με έκσταση.Την πίεζε να του πει τι σκέφτεται γι αυτόν,άμα ονειρεύεται αρσενικά να της κάνουνε έρωτα,αν θα έφευγε μαζί του για τον Βορρά.Μα αυτή σιωπηλή,προχωρούσε γυμνή στο δωμάτιο,στεκόταν στον μεγάλο καθρέφτη και αγγιζόταν,ύστερα ύγραινε την παλάμη της,ξάπλωνε δίπλα του και τον χάιδευε στο στήθος.Αυτός ξεχνούσε ερωτήσεις και δισταγμούς,την έκανε δική του, κάθε φορά και πιο βίαια χυνόταν μέσα της,ταλαντευόταν με το εσωτερικό της,τρίκλιζε με τους αναστεναγμούς της.Είχε καταντήσει ένα κορμί υπνωτισμένο από τις κινήσεις της.Ένα πούπουλο που τα παιδιά δεν αφήνουν να πέσει στο πάτωμα,να αναπαυτεί,συνεχώς το φυσάνε και αυτό ζαλισμένο γυρνάει γύρω γύρω στο χώρο.Διψούσε από έρωτα,από τον δικό της οργασμό,είχε αρρωστήσει από τις φαντασιώσεις του ,από τους φόβους του μήπως δεν της είναι αρκετός.Ένα πρωινό άκουσε την πόρτα να κλείνει.Ήταν χειμώνας ,σκοτάδι και η βρύση του μπάνιου έσταζε τις τελευταίες της σταγόνες.Η κουβέρτα είχε χυθεί στην άδεια μεριά του κρεβατιού.Σηκώθηκε και έτρεξε στο παράθυρο,την είδε να στέκεται με το κασκόλ της τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι της ,είδε τα μάτια της να αστράφτουν σκόνη,τα μποτάκια της λυμένα,έτοιμα να της στήσουν παγίδα.Φώναζε,έβριζε,τραβούσε τις κουρτίνες,την καταριόταν.Μισή μέρα πριν από το κοινό τους ταξίδι μα αυτή δεν άντεξε.Ο Βορράς φαινόταν ανίκανος να δεχτεί την ανυπάκουη φύση της.Κανένα σημείωμα καμιά λέξη ή σημάδι που να εξηγεί το γιατί.Το πρόσωπο του κοκκινισμένο,έτοιμος να χιμίξει σαν ζώο,να την πνίξει,να την γδάρει με τα νύχια του.Δεν έκανε τίποτα,ύψωσε τις γροθιές του και έσπασε το τζάμι.Την είδε τρομαγμένη να τρέχει,να πέφτει μέσα σε λακκούβες με νερά,να χάνεται στα στενά.Έτρεχε και αυτός ένιωθε πως πίσω της ,σε κάθε της πάτημα,άφηνε και ένα κομμάτι του.Σε κάθε της ανάσα,ούρλιαζε πως ποτέ δεν τον αγάπησε,πως δεν του άνηκε ποτέ,πως ποθούσε οποιονδήποτε αλλουνού το άγγιγμα,την σάρκα,τα σάλια.
Ύστερα από χρόνια,ξεχασμένος σε ένα όνειρο,ψηλά στις παγωμένες χώρες,πάλευε με ξανθά θηλυκά που τον ρουφούσαν βδομάδες ολόκληρες.
Από τα ουρλιαχτά ηδονής τους,εκεί ανάμεσα στα χιονισμένα δάση,τα αυτιά του είχαν αποκτήσει ένα διαρκές βουητό.
Στην αρχή ξεκίνησε σαν θόρυβος,σαν μακρινή ηχώ που τον παρέσερνε να στριφογυρίσει στις επαναλήψεις της.Στη συνέχεια σαν αβάσταχτη σιωπή που έλιωνε στο τύμπανο του.Ήταν το βουνό που ξυπνούσε τα πρωινά και ξερνούσε τις βραδυνές κραυγές των ζώων.Το κατάλαβε χρόνια μετά καθισμένος πια σε μια ξύλινη,κουνιστή πολυθρόνα, κρατώντας μια τρίχα της.
Και την συγχώρεσε.


5.9.11

κάτω από 'μένα

Ακόμα και ο δρόμος,
αποχωρίζεται τα βήματά μου.
Τα γαβγίσματα
στήνονται στην σειρά,
περιμένουν ένα χέρι να τα μαζέψει
να τα χαϊδέψει
ώστε να πάψουν να φέρονται ενοχλητικά.
Ένας ήχος,
παράξενος,
αποκαΐδι της φύσης.
Υποφέρει,
από τα κρεμασμένα μούτρα της.
Από τον χαώδη ενθουσιασμό του.
Φωνάζει ''έλα''
και οι βλεφαρίδες του απλώνονται,
σαν το μοτίβο που αποτυπωμένο,
στολίζει την φλοκάτη στη σοφίτα..
Βότσαλα.
Κύματα.
Το καλοκαίρι γιορτάζει λαθραία.
Ξεμυτίζουν
ατασθαλίες.
Παραδινόμαστε
άφοβοι,
βουβοί,
ξενυχτισμένοι
κερνάμε μπύρες
παγωμένες
στα ναρκισσιστικά μας νιάτα.
Οι μέρες ξαφνικά στένεψαν
Τα σώματα διογκώθηκαν,
αδυνατούν να χωρέσουν στις επιθυμίες.
Τα βιβλία,
παραμένουν θησαυρός,
έστω και δανεισμένα.
Ο χειμώνας διστακτικός,
χτενίζει τα παραθυρόφυλλα.
Κάποιοι τον αποζητούν με μανία,
άλλοι πασαλειμμένοι με δάκρυα τον κλωτσάνε στις αποβάθρες.
Μα αυτός έρχεται.
Κουβαλάει αναμνήσεις και χαμόγελα.
Τα μαγαζιά,
κατεβάζουν τα στόρια.
Ο κόσμος μαζεύεται στις πλατείες,
διψασμένος για αίμα.
Η ησυχία,
τρικλίζει,
αρπάζεται από τις μασχάλες μας.
Μας
ενώνει
ένα
πάθος
δυσανάλογο
με
τις
εποχές.
Μια
αυγή
παρατημένη
από
το
φως
του
αναδυόμενου
ήλιου.

25.8.11

ο ζωγράφος

Υπήρχε άσφαλτος και πίνακες παντού.Οι μπογιές είχαν φουσκώσει από την αχρηστία μα αυτός κρατούσε πάντα ένα πινέλο και ζωγράφιζε τα πόδια του.Τον λειπόμουν λίγο,σκεφτόμουνα να τον πλησιάσω να του σφίξω τον χέρι,να του δώσω καινούργιες μπογιές,καμβάδες, να συνεχίσει να κάνει αυτό που ξέρει και αγαπάει όπως έκανε και τότε.Αντί γι αυτό καθόμουν και παρατηρούσα τον κόσμο που περνούσε,δήθεν αγνοώντας τον,και στο τέλος κάθε περιπλάνησης το βλέμμα μου σκόνταφτε σε αυτόν.Είχε γίνει μια ισχνή μορφή,ένας παρατημένος,ξεπεσμένος ζωγράφος.
Τύχαινε να περνάω συχνά και να τον παρακολουθώ.Καμιά φορά τον κέρναγα ένα σάντουιτς με έναν χυμό,καφέ,μα αυτός δεν τα άγγιζε καν,δεν έστρεφε ούτε το βλέμμα του προς εμένα.Συνέχιζε να υγραίνει τα πέλματα του,με τρόπο δεξιοτεχνικό,αλάνθαστο.
Ένα καταμεσήμερο καθόμουν στο γνωστό πεζουλάκι ηττημένη από κάθε προσπάθεια να τον πλησιάσω,χωρίς καμιά όρεξη για να γυρίσω σπίτι.
Ο κόσμος περπατούσε βιαστικά,έτρεχε εκνευρισμένος να προλάβει ταξί, λεωφορεία..
Κάποια στιγμή δυο κοπέλες,θα ΄ταν δεν θα ΄ταν 20 χρονών,πλησίασαν τον ζωγράφο μου,στάθηκαν δίπλα του και του είπαν μαζί,σαν να ΄ταν σε χορωδία.
''Ωραίο!''
Δεν περίμεναν ούτε δευτερόλεπτο και χάθηκαν στην γωνία του δρόμου.Γύρισα και κοίταξα προς το μέρος του.
Είχα μείνει με το στόμα ορθάνοιχτο και την καρδία μου ανυπάκουη να μου στήνει παιχνίδια..
Ο ζωγράφος μου είχε αφήσει το πινέλο του να ακουμπάει στο αυτί του και είχε σωριαστεί στο δάπεδο .
Τρομαγμένη τον πλησίασα.Έμοιαζε να κοιμάται.Δυο τύποι ήρθαν κοντά μου ,με ρώτησαν τι έγινε,τους είπα οτι ξαφνικά σωριάστηκε χάμω.Ο ένας από αυτούς ήταν γιατρός,έσκυψε,μέτραγε,ακουμπούσε.
΄΄Είναι νεκρός΄΄,είπε.
Αποκλείεται του ΄πα..Τόσα χρόνια είναι μια χαρά!
Με κοίταξε απορημένος ,μα δεν ρώτησε τίποτε,θα νόμιζε πως έμπλεξε με τρελή,τι τον ένοιαζε άραγε ;
Το ασθενοφόρο ήρθε,τον πήρε,δεν με άφησαν ούτε να μπω μέσα,να τον συνοδέψω.Τίποτε.
Είναι νεκρός.Ποια είστε εσείς;
Καμιά δεν είμαι.Καμιά απάντησα.
Πήρα τον δρόμο για το σπίτι.
Στη διαδρομή σκεφτόμουν πως ίσως όλοι μας θέλουμε,συχνά μια ωραία φράση να μας στολίζει,να μας δίνει κουράγιο,για να μην σκύβουμε το κεφάλι,να μην παραπατάμε σε κάθε μικρό πετραδάκι.Ο ζωγράφος μου περίμενε γι αυτή τη λέξη μια ολόκληρη ζωή,του ήρθε ξαφνικά ,μέσα στην ζέστη,σε μια πόλη που δεν αγάπησε ποτέ του,από δυο άσχετες περαστικές κοπέλες που ελαφρογελούσαν.Μα του ήρθε και αποδεσμεύτηκε.Έφυγε χαρούμενος.Το δείχνε άλλωστε και το πινέλο που 'στεκε στο αυτί του.Λαμπύριζε.


ένα τέλος-μια αρχή

Το ταξίδι στάθηκε καθοριστικό.Η αγριάδα της και το γλυκό του κουταλιού φτιαγμένο από τα χεράκια της ξεπλύθηκαν με τα γλυκά του χάδια.
Έλιωνε το παγωτό ,το πάντρευε με τα στήθη της και άρχιζε να γλύφει,ανελέητα.Αχόρταγος με μάτια πελώρια,ναυάγια μιας περασμένης εποχής,ρούφαγε το χρόνο μέσα από χαραμάδες σοκολάτας-κρέμας..

Είχε σκουπίσει την αυλή,είχε μαζέψει σακιά από πευκοβελόνες.Το ίδιο βράδυ τα έκαψε μπροστά στα παιδιά του.Αυτά τον κοίταζαν και χοροπηδούσαν πέρα δώθε,ταράζοντας το χώμα με τα παπούτσια τους.Μεγαλώνοντας θα πιάνανε τα όπλα και θα ριχνόντουσαν στις γειτονιές.Αυτός θα άσπριζε ,θα συχαινόταν τα ναρκωτικά θα επιθεωρούσε πουτάνες.Μα ακόμα κανείς δεν γνώριζε κανέναν και τίποτε.Η φύση έστεκε κριτής τους.Οι γείτονες καιροφυλακτούσαν στους τοίχους με το τηλέφωνο στο χέρι ,έτοιμοι να καλέσουν την αστυνομία..
Η μητέρα τους άφαντη.Έφυγε με έναν Αυστραλό για την Αμερική.
Οι πευκοβελόνες καίγονταν.Η στάχτη έπλεε στον νυχτερινό Αυγουστιάτικο αέρα και αυτά τσίριζαν ,πάλευαν μεταξύ τους.Πίστευαν πως το να βάζεις φωτιές,να στήνεις φλόγες σημαίνει ευτυχία,συμβαδίζει με την νίκη.Το μέλλον ίσως όμως να τα πρόδιδε.



24.8.11

μεσάνυχτα

Ένας ένας βουτάμε στο χάος.Οι αναπνοές μας μπλέκονται με φωνές και ήχους της θάλασσας.Βρισκόμαστε δίπλα της,μα τη προσπερνάμε,αόρατοι.Μας οδηγεί σε φωτεινές κορυφές, ασύμμετρη και μπλε,νανουρίζει τα ερωτικά μας παιχνίδια.Μα την ξεχνάμε.Αρκούμαστε στο σταθερό μπετόν,με την γκρίζα βρώμικη του όψη που στοιχειώνει το κάθε μας βήμα,ρουφάει τον αθώο χορό μας.
Σήμερα,λόχος ανθρώπων κολύμπησε στα ανοιχτά.Αναδύθηκαν φύκια και όστρακα,Κρύφτηκαν οι πληγές
και τα ρατσιστικά συνθήματα στάθηκαν απόμερα.
Αλάτι έσταζε το δέρμα τους.Τα μάτια τους γέμισαν κουκκίδες άμμου και κοχύλια,μα συνεχίζουν να πλέουν ανίκητοι..

Ποια είμαι εγώ άραγε,για να σ' αλλάξω ;

Το πέπλο σου ραμμένο με το κορμί σου,σχηματίζοντας χάρτες στο στήθος σου,στέκει απομονωμένο.
Κανένας τρόπος για να το διαπεράσω.
Κανένα απόμερο μονοπάτι για να αγγίξω τον κρυμμένο σου εαυτό.

Και όμως συνεχίζεις να προσποιήσαι πως μου ανήκεις.
Πως πάντα θα διαστέλλεις τις κόρες σου με ενδιαφέρον και μανία προς το μέρος μου.

-

πιστεύω πως όχι.

18.8.11

τον φίλησε στο μάγουλο....


Μύριζε η αναπνοή του
σαπισμένα ροδοπέταλα,
καθώς την έσερνε
από τα μαλλιά.
Το χώμα είχε γίνει
σεντόνι,
με αποτυπωμένο το κορμί της.
Λίγη ησυχία.
Καλό κρασί
από τα ψηλά βουνά
με τα μοναστήρια
και μια κόλλα άγραφη,
έτοιμη να ρουφήξει το κάρβουνο.
Είχε χάσει χρόνια
ίσως και αιώνες
περιμένοντας.
Οι εκδότες,
τον είχανε ξεχάσει.
Το κοινό αρχικά αναγνωρίζοντας τον,
μετέπειτα νοσταλγώντας τον.
Οι συνάδελφοι εξαρχής τον
είχανε αγνοήσει.
Ένα τραπεζάκι με μισοάδεια ποτήρια.
Μια μουσική βγαλμένη από καζάνια.
Το κάρβουνο
έλιωνε .
Τα δάχτυλα του αδύναμα λάστιχα.
Κάλπικη σφεντόνα.
Τον είχε παρατήσει η μελωδία
της άρπας της.
Η αιθέρια μούσα του ,
τον είχε απατήσει.
Οι καλόγεροι πάλευαν με κοριούς,
καθώς αυτός έσερνε τα υλικά της τελετής του.
Ναι ίσως είχαν περάσει στιγμές,
μονάχα με την θύμηση της.
Μα τώρα έστεκε χάμω.
Αυτή.
Αυτοπροσώπως.
Η έμπνευση.

30.7.11

παρεμβολή

Ήταν αδίστακτος και μαύρος.
Κρυφός παλαιστής σε μια αιώνια μάχη.
Παραμυθάς,αντιαλκοολικός.
Πρωτόγνωρο πλάσμα.
Γύριζε από μπαρ σε μπαρ,
από τραπέζι σε τραπέζι,
άρπαζε τα οινοπνεύματα και τα συνέθλιβε μέσα στις παλάμες του.
Τα θρύψαλα κατέληγαν στα παπούτσια των πελατών
και αυτοί ,έπεφταν στα γόνατα γλείφοντας τα,
κατάπιναν τα απομεινάρια.
Ο κύριος Β,- έτσι τον αποκαλούσαν στις δουλειές-,
συνέχιζε τις περιοδείες του στα νυχτερινά κέντρα.
Γυναίκες δεν γούσταρε,μα ούτε και άντρες.
Μια γυναίκα αγάπησε και αυτή ήταν η μάνα του,που δεν γνώρισε ποτέ.
Έβριζε συνέχεια για χάρη της.Ανεβοκατέβαζε χριστοπαναγίες.
Μια ζωή ζούσε γι αυτήν.Για να της ξεχρεώσει την θέληση της να τον φέρει στον κόσμο...
Και τα χρόνια περνούσαν.Και το κεφάλι του, άσπρο ,κυριαρχούσε στο διαρκές σκοτάδι της πόλης..
Ήταν χειμώνας ,δυο ώρες φως μονάχα την ημέρα και χρωματιστές κουρτίνες στον ουρανό..
Είχε καταντήσει κλέφτης ενός νεκρωμένου σύμπαντος.
Συνέχιζε να ξερνάει με την εικόνα του ποτού,
ενώ το κράτος άρχισε να μοιράζει επιδόματα στους κατέχοντες οινοπνεύματος και ειδικές διευκολύνσεις στους εθισμένους..
Κάποια από κείνα τα άδεια πρωινά,
κάποιος χτύπησε την πόρτα του.
Πρωτόγνωρος ήχος.
Ξύλινος.
Άνοιξε.

΄΄Πρέπει να περάσετε από το τμήμα΄΄

Έξω είχε κρύο.
Λευκά τοπία ολόγυρα και οι αστυνομικοί να κατεβάζουν μπουκάλια ουίσκι.
Έψαξε στις τσέπες του λίγη ζεστασιά.
Ύστερα άκουσε γέλια.
Δυο τύποι ,χωρίς στολή, φορούσαν σκούρες γραβάτες, τον πλησίασαν.

΄΄Γιατί δεν πίνετε;΄΄

΄΄Δεν το σηκώνω΄΄΄

΄΄Για ποιόν δουλεύετε;Ανήκετε σε κάποια οργάνωση;΄΄

΄΄Όχι΄΄

΄΄Γνωρίζετε γιατί είστε εδώ;΄΄

΄΄Προσπαθώ΄΄

΄΄Καλώς.Μπορείτε να γυρίσετε σπίτι σας.Τα παιδιά θα σας πετάξουν με το αμάξι ως εκεί..Και εμπιστευτικά κύριέ μου,την επόμενη φορά ελπίζω να σας δω με άδεια μπουκάλια στα χέρια..Για να μην έχουμε την ίδια ιστορία πάλι,καταλαβαίνετε έτσι;Να μυρίζουν τα χνότα σας την επόμενη φορά αγαπητέ μου.Να στάζουν τα μάτια σας οινόπνευμα.Ελπίζω να μην χρειαστεί να ξανασυναντηθούμε.Γεια σας και καλό απόγευμα.΄΄

Είχε κρύο έξω ,μέσα ,μέσα του.
Ολόφρεσκια χειμωνιάτικη παγωνιά.
Και αυτός
Γύριζε από μπαρ σε μπαρ,
από τραπέζι σε τραπέζι,
άρπαζε τα οινοπνεύματα και τα συνέθλιβε μέσα στις παλάμες του.
Αυτός...

25.7.11

τώρα

Εντάξει δεν γράφω πια.Δεν γράφομαι επίσης.
Εγκλωβίζω στιγμές -ικανές να σε γεμίσουν με περισσευούμενα χαμόγελα-,τις σφίγγω λιγάκι με τα άκρα μου,τις χαϊδεύω στα κρυφά τους σημεία,μα αυτές έπειτα αντί να σταυρώσουν τα πόδια,να κατεβάσουν το κεφάλι και να απλώσουν τις παλάμες τους στα χαρτιά μου,χαζογελάνε με το βλέμμα μου και το σκάνε υπό την επήρεια ενός ανόητου χορού.
Η κατάσταση έχει ξεφύγει.Οι οργασμοί προσφέρονται απλόχερα και εμείς τους καλοδεχόμαστε φωσφορίζοντας στα σκοτεινά.
Εγώ ,πιο ευτυχισμένη από ποτέ,ξοδεύομαι,γίνομαι παιδί,μεγαλώνω μαζί του.
Κερδίζω τετραγωνάκια από το σώμα του.
Σχισμές από το στόμα του.
Μετατρέπομαι σε παραμύθι,στο σπίτι του,δίπλα στο δάσος,με τα σεντόνια , τα λουλούδια , τα ινδικά χαλιά ολόγυρα και τα βάζα να ακροβατούν πάνω από τα κεφάλια μας.Με αυτόν να λαμπυρίζει πάνω στο πιάνο και εσύ να θες να γίνεις μια νότα ΄΄ρε΄΄,μέρος μια συγχορδίας,να σε χαϊδέψει με τα δάχτυλά του και ύστερα να κοιτάξει από το μαύρο λουστρίνι έπιπλο ,να γυρίζει αργά να σε ρωτήσει -Τι έχεις;
Να τον κοιτάζεις.Να σκέφτεσαι τι να απαντήσεις ύστερα από ένα τέτοιο ταξίδι,τι να του πεις για να ηρεμήσεις,να πάψει να φοβάται ,να μελαγχολεί.
Συνέχισε να παίζεις.Να ξεσηκώνεις τα πλήκτρα,μαζί και ΄μένα,να μην ξεχνάς.
Δεν λες τίποτα.Ξαπλώνεις στο δροσερό μαξιλάρι και αυτός πλαγιάζει πλάι σου,σε ταΐζει ροδάκινο ,μασουλάει κριτσίνια ,που τυχαία(;) βρέθηκαν ανάμεσα στους μηρούς σου..
Κάποτε οι ιστορίες μου, ήταν αταίριαστες περιπλανήσεις σε χιλιοπερπατημένους δρόμους.'Ηταν ή ένταση μιας απόκρυφης ανωνυμίας,λουσμένη με μια ψευδή όψη ενός νέου ξεκινήματος.Ενός ξεκινήματος ,ακαθόριστου,εξ αρχής παραδομένου στα χέρια άλλων.Οι ιστορίες εκείνες με ήρωες αλκοολικούς και γόπες παρατημένες σε τσέπες αποτυχημένων,έχουν σκορπίζει στα κουτιά.Οι πρωταγωνιστές,παράτησαν τους ρόλους τους και κλείστηκαν σε ιδρύματα,.Οι δε άλλοι,χωρίς ταυτότητα,ίσως και να ξέθαψαν τον παλιό τους εαυτό,να ντύθηκαν με τα καλά τους και να αποχωρίστηκαν κακές συνήθειες.
Η αλήθεια είναι οτι και οι ίδιοι κουράστηκαν.Αδιαφόρησαν.Απομυθοποιήθηκαν.

Θα ΄θελα να γύριζα στις αποβάθρες ,με τον χρόνο διαφορετικό μέσα και έξω,να αναζητώ νέους ήρωες,νέες εικόνες,νέα ξενύχτια.Ίσως..

Μα είμαι μικρή ακόμα,και μοιάζω μικρότερη,μαζί του διαστέλλομαι, πληθύνομαι,μαθαίνω να σφυρίζω ,να γελώ,να ποζάρω με φυσικότητα.Μαζί του τραντάζομαι,τσιρίζω,παθιάζομαι.Ερωτεύομαι.

Είναι νωρίς λοιπόν ακόμα,να βυθιστώ στη σιωπή της μελάνης μου.Στη σκόνη μιας τεχνητής μοναξιάς.
Επιλέγω την νεότητα.Τις ανάσες του.Τους μετρημένους του θυμούς.Τα αθώα του βλέμματα.


Είναι στιγμές που σταματώ να σε κοιτώ
και ενώ εσύ με ξεγυμνώνεις,
εγώ σιγοτραγουδώ...

Μη ρωτάς γιατί ντύνομαι σαν ξένη τέτοιες ώρες



τότε

Λυγίζει τα πόδια.Μικρές απαλές κινήσεις,τεχνητών ανθρώπων.
Χαράζει πατούσες,απολαμβάνοντας την πρωινή μουντάδα.
Λείπει ο καφές και τα τσιγάρα...

Κι όμως κουβαλώ κάμερες ,
κρυφές σε όλο μου το σώμα.
Και τα αυτοκίνητα περνούν
και εσύ ξέρεις πως αυτός δεν θα ξαναπεράσει.
Από πουθενά και από παντού.
΄΄Τα περιστέρια κάποιος τα κουρδίζει΄΄
Στα χέρια του φωλιάζουν φτερά.
Ξέρει καλά από αυτά.

Πίνεις για να ξεχάσεις και ξεχνάς για τι πίνεις.
Ουίσκι με νερό.Ουίσκι σκέτο.
Πάντα κάτι να περισσεύει.
Και όμως χωρίς αυτό το ΄΄τίποτα΄΄ ίσως ήσουν ακόμα
μια σκοτεινή ιδέα..

28.6.11


Καθώς γνέφεις με τις άκρες των δαχτύλων σου,
πούπουλα ξεμακραίνουν,
χαμηλώνουν οι αποστάσεις,
τρεμοπαίζουν οι νύχτες.


Προσφέρεις χαρτιά με υπογραφές.
Τραβάς πλάνα από ανθρώπους,
πίσω από κατεβασμένα στόρια,
κάτι πρωινά με αέρα.
Τα τραγούδια μαζεμένα,
καταχωνιασμένα στα ντουλάπια
και οι τίτλοι βιβλίων,
δείχνουν τα δόντια τους,
σε νεαρούς φαλλούς.
Ζήτησε ένα γυναικείο στήθος,
να τον κάνει κομμάτια.
Σαν έρωτας,
να διαπεράσει τις θηλιές,
να χυθεί στα πνευμόνια του.
Ασυμφωνία τριγύρω.
Διάβαζε τους γονατισμένους του Πλασκοβίτη,
όταν δυο μικρές μελαχρινές
με σημάδια στο μέτωπο,
τον ξάπλωσαν με θέα το ρολόι του τοίχου.
Σε κάθε χτύπο
όλο και χαμήλωνε ,
δεν βαστούσαν οι αντοχές του...
Αίφνης τίναξε το κεφάλι ψηλά
- ένας νευρικός σπασμός στο σβέρκο-
ένα αυτόματο τίναγμα,
σαν να βρισκόταν πάλι στο κεφάλι του η παλάμη της.
Σύρθηκε δυο , τρία βήματα.
Πλάγιασε το αριστερό γυμνό του μέρος.
Την ένιωθε τώρα να του στάζει στα μάτια.
Μια παράξενα ηδονική τύψη σηκωνόταν ξαφνικά μέσα του....
Κάπου εκεί έξω,ίσως και να ξημέρωνε.

24.6.11

βόρεια


Στους ήχους,τους γνώριμους που σε ταράζουν

Μου ζήτησες να σε φιλήσω
εκεί που πονάς περισσότερο.
Εκεί που ο κόσμος
αλλάζει πρόσωπο,
γίνεται δυο μάτια βούλες
βυθισμένες σε αγνές ακρογιαλιές.
Κρατώντας την ανάσα μου,
βούτηξα πιο βαθιά ,
μέσα σου.
Σε ανώμαλα τοιχώματα,
στάθηκα,
παράλληλα με το σύμπαν σου.
Ακροβάτησα
-καθέτως-
στις αντοχές του δέρματος σου.
Αναδύθηκα απ΄ τις πληγές σου,
με ένα σακίδιο όνειρα,
αλλοπρόσαλλα,
και σε προσμένω.
Αναμετρήσου πλάι μου,
με γίγαντες παρέα.
Με κύκλους παράξενους,
κινούμενους τροχούς,
έλα και
εξημέρωσε με ..

15.6.11

στοίβες ήχων

Μια στοίβα από πιάτα στην κουζίνα.
Φορούσε μόνο κάλτσες
και είχε τα μαλλιά δεμένα ψηλά.
Κινούταν σαν τις μορφές σε ταινίες του Σιλβέν Σομέ.
Οι γλουτοί της τραντάζονταν σε κάθε στροφή,
έλουζαν σαν μελωδίες τον χώρο.
Δυο θηλιές στητές.
Ανασηκώνονταν δίπλα του.
Έφτασε έτσι μπροστά από το παράθυρο της κουζίνας.
Μια μυρωδιά από γιασεμί,
σκέπασε το πρόσωπό της...
Κοίταξε την στοίβα,έπειτα έξω..
Ύστερα πλάγιασε τη ματιά της,
και αντίκρισε αυτόν.
Παραδομένος στο στρώμα με τα χθεσινά ρούχα κι ένα μπουκάλι κρασί πλαγιασμένο στην αγκαλιά του.
Σταγόνες σχημάτιζαν κόκκινες κηλίδες στα σεντόνια,το δέρμα του γυάλιζε ιδρώτα.
Πρόφερε το όνομά του.
Αρχικά από μέσα της
και ύστερα δυνατά..
Αυτό ξεχύθηκε,βρήκε εμπόδια,τα ξεπέρασε,έφτασε ίσα με τα αυτιά του,
μα αυτός αμάθευτος στο να απαντάει,δεν κινήθηκε..
μονάχα τα βλέφαρά του τρεμόπαιξαν..
Ας άνοιγε τα μάτια του,
ευθύς να την ρουφήξει,
να την ηρεμήσει.
Οι κόρες του διεσταλμένες να την σφίξουν στις αγκαλιές τους,να την αφήσουν να κλάψει,να ουρλιάξει,να βογκήξει .
Μα όχι,κλεισμένος στο ίδιο του το ψεύτικο είδωλο,
ασβέστωνε τις μάσκες του,τα καλλιτεχνικά ανέκφραστα προσωπεία του.
Το δέρμα της είχε μουδιάσει.
Το απέδωσε στο κρύο αέρα του σπιτιού.
Πήρε το πρώτο πιάτο από τη στοίβα
-ένα με μοβ βιολέτες,δώρο φίλων-
και το άφησε να προσγειωθεί με μιας στο δάπεδο.
Τραχύς θόρυβος.
Κομμάτια ολόγυρα.
Και ύστερα ακολούθησε το δεύτερο,το τρίτο
ώσπου φάνηκε ο νεροχύτης.
Οι ήχοι σαν ηχώ με ίδια συχνότητα συνεχίζονταν.
Σαν κάποιος να τους είχε καταγράψει και τώρα να είχε πατήσει το play.
Έμοιαζε με τρελή σε ένα δωμάτιο,
με νεαρούς μαθητές βιολιών.
Τα μάτια πλάγιασαν ξανά,
να ανταμώσουν την μορφή του,
να βρίζει,να στέκει εκνευρισμένη,με φρύδια σφιχτά και παλάμες έτοιμες να εκραγούν,
έστω και έτσι έτοιμος να την φωνάξει,
μα αντί γι αυτό,
βρήκε ένα στρώμα άδειο,
το σχήμα του κορμιού του μόνο αποτυπωμένο στα σκεπάσματα,
τις ίδιες κόκκινες κηλίδες να υγραίνουν τα πάντα
και μονάχα αυτόν,
να λείπει,
να έχει φύγει,παρέα με το μπουκάλι με το ημίγλυκο κρασί του,
κουβαλώντας το ρυτιδωμένο του κρανίο,
στους δρόμους.
Μακρυά από αυτήν,από τους καθρέφτες,από τα πιάτα με τις μοβ βιολέτες
και τους ήχους της/τους.
Άνηκε ήδη αλλού.

4.6.11

θύμα 1

Περασμένη Κυριακή
και είχε κουραστεί.
Βαστούσε μια σιδερένια προβλήτα.
Στη ράχη του
είχε φυτρώσει ένας κόκκινος φάρος.
Αναβόσβηνε
και έστελνε σήματα
στους περαστικούς,να τον αποφεύγουν.
Η βαθιά του φωνή
όλο και χανόταν.
Σε κάθε λάθος και η σιωπή τον έπνιγε.
Και τα λάθη του υπήρξαν πολλά.
Γίγαντες τα χρόνια ..
ώσπου μια απρόσμενη Δευτέρα,
παρέλυσε.
Τα άκρα του είχαν λησμονήσει και είχαν λησμονηθεί.
Πεσμένος σε μια καρέκλα
στην άκρη ενός κατά λάθος γκρεμισμένου καφενείου.
Σταύρωνε τα χέρια
και ρούφαγε το αλάτι από τα βαθουλωμένα μάγουλά του.
Αναμετριόταν με την κ.Μνήμη.
Αυτή χαχάνιζε όλο νάζι ,
κοροϊδεύοντας τον.
Αυτός αμίλητος,
σκάλιζε τα νύχια του με βελόνες.
....
΄΄Σε νίκησα΄΄ ,του είπε στο τέλος αυτή.
΄΄Δε θυμάσαι τίποτα,παρά μονάχα το είδωλο σου στο καθρέφτη,που και γι αυτό αμφιβάλλω.΄΄
''Κάνεις λάθος...Θυμάμαι όσα μου φτάνουν για να συνεχίσω να ζω....Αυτήν'',απάντησε.
...
Θυμόταν τα μαλλιά της,
τυλιγμένα σε πλεξούδα στους ώμους της.
Το φόρεμα που γύριζε ολόγυρα του..
Τότε που μετρούσε τις στροφές της,
μέχρι να πέσει ζαλισμένη στα μπράτσα του.
Τότε που πάσχιζε να γευτεί τις καμπύλες της.
Το σπίτι τους,
ακουμπισμένο στη πλαγιά.
Τις κορνίζες τους.
Το παλιό τους κρεβάτι με τα μπρούτζινα λουλούδια στα κάγκελα .
Τα μουρμουρητά.
Τα δάχτυλα της πάνω στο πιάνο.
Τα δάχτυλα της πάνω στο δέρμα του.
Τις βροχές.
Τις φωτιές.
Τις ρυτίδες απλωμένες στα παράθυρα
και ύστερα
την απότομη αλλαγή στο φως.
Το μούδιασμα των εποχών..
Το θάνατο.
Τον υπόκοσμο της μοναξιάς..
Το τούνελ...

...
τελείωσε.
και η κ.Μνήμη αποχώρησε,τραβώντας για το επόμενο θύμα της..

Αυτός έστεκε ακόμα εκεί.
Τα φρύδια του είχαν καλύψει τα μάτια του
και όλα τα έβλεπε γκρίζα...

Εκείνη τη μέρα δεν πήρε το λεωφορείο...
προτίμησε να περπατήσει..