ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

13.1.11

la nuit


Ήταν μια νύχτα σαν χιλιάδες άλλες νύχτες.
Εκείνη με ένα πρόσωπο γεμάτο θαλασσιές κουκκίδες και αλογοουρά πιασμένη ψηλά,καθόταν με πόδια κλειστά,ελαφρώς λυγισμένα στα δεξιά,σε έναν μπεζ ξύλινο καναπέ.Τα κλειστά μάτια φανέρωναν έναν βαθύ υπαινιγμό,ο οποίος τύχαινε να συμβαδίζει με τα μακρυά σκούρα ματοκλαδά της.Η μεταμεσονύχτια αυτή τελετή των ανασηκωμένων φρυδιών της σε πλήρη συνεργασία με τα νεκρωμένα νεύρα των ματιών της,θα έδινε στη νύχτα αυτή την αίσθηση της καθημερινής ρουτίνας,της νύχτας που αδιάφορη συνεχίζει να αρκείται σε ένα χλωμό,μισό φεγγάρι.Στόμα δεν είχε.Απουσίαζε εκείνη τη βραδιά.Βέβαια λέμε απουσίαζε και όχι δεν υπήρξε ποτέ διότι κάτι μυτερές κοκκινισμένες άκρες χειλιών,δίπλα στα ζυγωματικά πρόδιδαν την ύπαρξη του.Ναι λοιπόν ,ίσως αν την κοίταζες στο άνω μισό μέρος της κεφαλής της,απογοητευόσουν,μα οι άκρες των χειλιών της,δεν μπορούσαν να σε αφήσουν ασυγκίνητο.Η μύτη δεν μας προκαλεί κάποιο ενδιαφέρον.Ελληνική πάντως δεν ήταν.Γαλλική; Ίσως.Σημασία έχει πως το βλέμμα τη προσπερνούσε ανενόχλητο,συνεχίζοντας τη καθοδική του πορεία.Η αλήθεια είναι πως διέθετε ένα ζευγάρι αξιοθαύμαστα αυτιά,ικανά να βαστάξουν δυό τρύπες το καθένα,χιλιάδες απρεπείς ψιθυρους,ανερχόμενους εραστές και χιόνια παντώς καιρού.Η μητέρα της,την ζήλευε για τα αυτιά της.Όσο για τα χείλια;Γι αυτά ένιωθε απλά υπερήφανη.Άλλο αυτό.Καθόταν λοιπόν στον καναπέ,με χέρια ακουμπησμένα,ευλαβικά στις πλάτες των μαξιλαριών και δάχτυλα ωχρά,ελαφρώς κιτρινισμένα στις άκρες.Σε έναν σταθερό τόνο εισπνοής-εκπνοής,φαινόταν πως απολάμβανε το κρύο χώρο ενός συνιθισμένου καθιστικού,κάποια συνιθισμένη νύχτα.Αν με ρωτούσατε να σας περιγράψω την ενδυμασία της ,μάλλον θα σας γελούσα.Ένα φουλάρι τυλιγμένο σφικτά στο λαιμό της,ξεχώριζες και ένα είδος μωβ, βελούδινου φορέματος που απλωνόταν άχαρο στις γωνίες.Εντυπωσιακή ήταν η ύπαρξη παπουτσιών.Απλά,μαύρα,στιβαγμένα με μια αίσθηση αδιαπέραστης μοναξιάς στα πόδια της.Δεν ήταν μόνη.Ένα παλιό ραδιόφωνο ήταν τοποθετημένο στο πατωμα,κλειστό,λίγο πιο δίπλα της.Σαν κάποιος επίτηδες να το είχε αφήσει εκεί,σαν άνθρωποι να το έιχαν βγάλει βόλτα στα δωμάτια,μήπως και καταλάβουν επιτέλους τι μπορεί να προσφέρει αυτή η συσκευή.Του φερόντουσαν σαν κατοικίδιο,παρά σαν μηχανή χαράς και τραγουδιού.Έπιπλα τριγύρω,λιγοστά,άκομψα τοποθετημένα στο χώροΣαν στο κουκλόσπιτο ενός εξάχρονου παιδιού.Όχι δεν ήταν μόνη.Από πίσω της,πίσω από τη στριφογυρισμένη πλούσια κομή της,στεκόταν όρθιος,ένας άντρας.Και πίσω από αυτόν υπήρχε μια κρεμάστρα ασυνίθιστη,άδεια από ρούχα,μα γεμισμένη απο κλειδιά.Κλειδιά μεγάλα,μικρά,για πόρτες ασφαλείας,για γκαράζ,για γραμματοκιβώτια,για λουκέτα,για αλυσίδες ποδηλάτων,για ημερολόγια.Κλειδιά καινούργια,σκουριασμένα,με χρώματα,με σχήματα,με γυμνές,με ήρωες..Η κρεμάστρα ίσως είχε και μια κλίση προς τα κάτω,έτοιμη να παραδώσει το βάρος της στο δάπεδο,δυστιχισμένη για την παραμονή της σε μια θέση που δεν της άρμοζε.Ανάμεσα λοιπόν σε εκείνην και στην κρεμάστρα,έστεκε αυτός.Όταν τον κοίταζες συνολικά,σου θύμιζε κάτι απο Μπιτλς εμπλουτισμένο με κάτι αισθητά απαγορευμένο .Ήθελες να τον αγγίξεις και να αφεθείς σε αυτή την επαφή για αιώνες,μα δίνοντας του μια δεύτερη ματιά,αντίκρυζες μαζί με όλα τα άλλα και κάποιο είδος πνευματικής εξαφάνισης που καρφωνόταν στα κύτταρα σου και σου φώναζε για έλεος.Η αλήθεια είναι πως ήταν λιγάκι κοντός,πράσινος και ισχνός.Μα ήταν αυτό,μαζί με όλα τ άλλα,που τον έκαναν τόσο ξεχωριστά,ένα αγρίμι,ένα πλάσμα χωρίς τον χαρακτηρισμό άνθρωπος.Mεγάλο μέρος των ποδιών του,καθώς και τις πατούσες του,δεν μπορούμε να διακρίνουμε,λόγω του όγκου που υπήρχε μπροστά του.Μυστήριο παραμένει επίσης ποσοστό από τη κοιλιά του,μιας και εκείνη με το κεφάλι της υπερηψωμένο,το έκρυβε ίσως και θελημένα.Αυτός λοιπόν διέθετε ένα αβάσταχτα περίεργο όνομα,λουσμένο με μικρές ακατανόητες λέξεις.Άνοιγες το στόμα σου,έκλεβες ανάσες,μα αυτό αρνιόταν πεισματικά να ειπωθεί.Ήταν ένα όνομα χωρίς όνομα.Σε αντίθεση με αυτό,ο άντρας θαρούσες πως δεν έπαυε ποτέ να μιλάει.Δεν άκουγες θορύβους,μα έβλεπες συνέχεια ένα στόμα ανοιχτό,με χείλια εξογκομένα και μια γλώσσα να γλιστράει ζαλισμένη στα τοιχώματα του στόματος.Σε όποια γωνιά του δωματίου και αν τύχαινε να στεκόσουν και να τον κοίταζες, αντίκρυζες το ίδιο περίεργο θέαμα.Ήταν λοιπόν όλοι μαζί εκεί,ο καθένας μόνος του αλλά και σε συντροφιά με τον άλλον.Και η νύχτα έπεφτε και έπεφτε μα δεν έφτανε πουθενά.Ο θόρυβος σώπαινε και πλάγιαζε στα στήθη τους.Τα ρολόγια βουβά βάδιζαν έξω από 'κει.Οι εραστές ράβαν τα κορμιά τους έξω από ΄κει.Όλα κραύγαζαν έξω από 'κει.Μονάχα η γαλήνη απο τις ρυτιδωμένες τους καρδιές ξερνούσε μελάνι,δίπλα τους.Μονάχα οι πνεύμονες τους βάραιναν και οι αγκώνες τους έλιωναν μέσα τους.
Ήταν μια νύχτα σαν χιλιάδες άλλες νύχτες,όταν αναρωτήθηκε αν τελικά η ζωή τους είναι τόσο εύθραυστη τόσο μοναχικά ευαίσθητη όσο ο ήχος του κλειδιού στη πόρτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου