ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

27.2.11

ασυμβατότητα

Νομίζω πως έφτασε η ώρα να φύγουμε.Με όλα μαζί.Μισά,ξεβαμμένα σπίτια με πράσινους τοίχους,κόκκινα στηρίγματα και αισχρή νεολαία.Τα μαγουλά της,στρογγυλά,για να σκάβεις.Μη χώνεις τα δάκρυα σου,στο στόμα σου,ρουφώντας τα.Φτύστα.Οι μπύρες-άδειες όλες- μια παρέα με εμάς χώρια και εκείνο το μικρό μπορντό πλάσμα να κείτεται σε κουτί μαύρο και περιμένει να το βυζάξεις,να ξεχάσεις.Δεν ξεχνώ,μα συγχωρώ.Ακόμα και αν με ανεβάζεις ηλίθια και αν πιστεύεις πως το να πληγώνεις σημαίνει πληγώνεσαι ,ακόμα και έτσι η αγκαλιά σου γνωρίζει καλά το ''μέσα'' σου.Ας συνεχίσεις να το ξερνάς -με αίμα να χύνεται ολόγυρα κάπου κάπου- αυτό επιστρέφει δριμύτερο ,ελέγχει τα δάχτυλα σου.Ναι είχε ωραία μάτια.Μεγάλα.Λυτρωτικά.Έπαιζε με τα κλειδιά του,αμήχανος.Τραυματισμένος γλάρος,στο δρόμο και το βάφτιζε,με ονόματα θηλυκά.Σε ΄κείνο το μαγαζί πουλούσε κουρδιστά ρολόγια,με δείκτες χοντροκομμένους και λουριά πλαστικά.Ασυμμάζευτη κίνηση σε μια βουβή πόλη.Τουλάχιστον ανέχεται την λύπη σου.Ίσως και την χαρά σου.Ουίσκι με νερό να πιεις ,γέρο!Ουίσκι με νερό.Ακόμα και αν τα σύννεφα τα αποκαλείς ουρανό και το φωτοχημικό νέφος το κοιτάς με θαυμασμό,ακόμα και έτσι ίσως αντιλαμβάνεσαι καλύτερα το μέλλον.Τα πρόσωπα δεν έχουνε σημασία.Δεν διευκρινίζουν τίποτα.Ίσως και να σου ανήκουν όλα αυτά.Να αλλάζεις φύλο σε κάθε γραμμή.Αυτό θα πει <<εσύ>>.

25.2.11

σκόρπιες σειρές

Ξέρω να χειρίζομαι τις παύσεις σου,
εκείνες τις λεπτές που πλαγιάζουν εμπρός μου
ζητώντας λίγο από τα σκοτάδια μου.
Τις άλλες τις αγνοώ .
Με ύφος -ξεπεσμένης πουτάνας- τις προσπερνώ.
Σε έιδα.
Σκυφτό με μια τραγιάσκα
να λύνεις τα κορδόνια σου,
ψάχνοντας τρόπο -παιδικό-
να θέσεις το τέλος.
Τα χρόνια που κοιμόμουν
έγραφες -κριτικές για ταινίες-
Συνήθισες τις λέξεις σου,
μα απομακρύνεσαι από τις δικές μου.
Λερώνεσαι από το μελάνι,
καπνίζοντας τα τσιγάρα που σου προσφέρουν.
Οι καθρέφτες σε κρύβουν καλά
Πληρωμένες συμπεριφορές,
ανόητα τεχνάσματα
για να κρατήσουν κοντά τους
την γύμνια σου.

γλυκά πρόσωπα


Αργείς να φανείς.Κάπου κάπου -αραιά- σε πετυχαίνω,
σε έντονες στιγμές σου,να ρίχνεις πέτρες στο ποτάμι.
Στέκεσαι -σχεδόν βυθίζεσαι με το νου σου- αχόρταγος,καταπίνεις τα δάχτυλά σου.
Το ποτάμι -όνομα δεν έχει- θολό,παραδίνεται σε μια ανήκουστη έλξη.
Πατάς στα χορταριασμένα βράχια .Παριστάνεις μια μεθυσμένη -ξενυχτισμένη νύχτες- φιγούρα και απαγγέλεις.
Τα λόγια σου κοφτά -σαν βόλοι ενωμένοι-.
Σε είχα ξεχάσει.Ναι είναι αλήθεια.
Το πως έσφιγγες το δέρμα μου,στα δόντια σου,κάτω από χαμηλά μπαλκόνια.
Και ενώ έκραζαν οι νοικοκυρές -ζήλευαν νομίζω- γελούσαμε και τρέχαμε.
Το καλοκαίρι έφυγε και πήρε μαζί του
πράσινα φορέματα και λεκέδες από τα μάγουλα σου..
Οι διαδρομές στα χέρια μου -αδιέξοδες εξαρχής- διαλύθηκαν.
Όλα τα πήρε λοιπόν -τα άγρια μαλλιά σου στην τρικυμία- .
Μα είναι κοντά δυο χρόνια που μπλέκομαι στις θάλασσες,που ψάχνω στα ποτάμια τις πέτρες σου.

23.2.11

πρωτεύουσα θηρίο #

Ο ήχος
χάνει τις παύσεις.
Στηρίζονται σε πόρτες -χρόνια σφραγισμένες-
και περιμένουν να ανοίξουν.
Στις σκάλες ξεχύνονται
Σμήνος
Με αλυσοδεμένες τσάντες
σφιχτά στο στήθος
και βλέμμα
τραυματισμένο,
καταδικασμένο σε έναν ψηφιακό τρόμο.
Σε αυτή τη πόλη χάνεσαι
προτού υπάρξεις
Σε κατασπαράζουν οι
ψυχρές τους ματιές,
Απολιθώνεσαι.

22.2.11

πρωτεύουσα θηρίο


Γρυλίζεις.
πάντα σαν το σκυλί
έξω από τα τρένα
με τη λέξη -Απόσυρση-
φλερτάρεις
Γραμμές.Χρωματιστές.
Κόκκινες,πράσινες,μπλε,
και μια ξεχασμένη κίτρινη.
Μονάχη.
Φωτίζουν τις διαδρομές
ζωγραφίζοντας τους χάρτες.
Στο έδαφος -που πατάς,που πατώ-
ένα γκρι διαφορετικό,
δικό τους.
Οι ίδιοι κρυφακούν την μέσα τους μουντάδα.
Ο ουρανός τους -στρώματα πολλά-
καθρέφτης των προσώπων τους.
Σάββατο βράδυ
και ψάχνεις τροφή,
να θρέψεις τον θάνατό σου,θέλεις.
Ψηλά.
Δεν απέμεινε τίποτα
από την δόξα των μνημείων τους,
και οι εκθέσεις -σαν ντόμινο-
σκορπίζονται.
Μονάχα για ΄σένα,
Σκυλί,
άφησαν ανοιχτά τα λαμπάκια.
Για να υπάρξεις και εσύ
-ίσως-
σε ξένες νυχτερινές φωτογραφίες.
Στα φλας ενός παράξενα ολοζώντανου πολιτισμού.

17.2.11

παραμορφώσεις

Στον Π.

Τελευταίο μάθημα.Τελειωμένες επιλογές και νερά να στάζουν στα κεφάλια μας.
Σκυμμένοι και οι δυο.Κρανία ασπίδες.Με μάλλινα πουλόβερ να αναμασάμε τις πληγές των χρόνων που έπονται.
Έβαζες λιποζάν στα χείλη και φιλούσες τα σεντόνια.Τα έβαζες και με τον εαυτό σου,μπροστά σε καθρέφτες.
''Δειλέ।Δειλέ.''

Η παρακμή της νιότης,φωνάζει-σχεδόν ουρλιάζει-.Χωρίζεται σε στρατόπεδα,σηκώνει τα χέρια ανάταση -ψηλά- και μιμείται συνθήματα.Προσπερνάμε.Κουβαλάμε τη νίκη,στις σόλες μας.Ο έρωτας -αγνός- μπλέκεται στα μαλλιά μας.Δεν είναι λέξεις αέρας -μόρια διαλυμένα- .Κυρίως είσαι εσύ και ίσως και ένα εγώ,κρυμμένο στο κασκόλ σου.Μια ψευδαίσθηση τυπωμένη σε ψηφιακές υποσχέσεις.Θα 'θελα να 'χα στόμα.Να σου αράδιαζα τις μεταμφιέσεις μου-αυτές που εσύ δεν παρατηρείς στο σώμα σου- .Στα κόκαλα σου.
Οι διαδρομές μας υπήρξαν πολλές,μα τόσο μικρές.Κοντινοί περιορισμοί γεμάτοι εκπλήξεις।
Πώς μπορείς να κρύβεις τόσα πολλά ,από το ίδιο σου το είδωλο ;
Μυστικά που φυλακίζονται τριγύρω μας και μαχαιρώνουν τις σκιές μας.Τα πλάθουμε.
θα καούμε.
Από τα όνειρα -αυτά τα μικρά πλάσματα- που τρομάζουμε να ζήσουμε τώρα,που τα χώνουμε σε λίστες περιμένοντας σε γωνίες γελώντας...
Ξέρεις άραγε που θα φτάσουν ;
Σε ρωτώ.
Τι σε εμποδίζει στο να με κλέψεις από 'μένα ;
Μια αρπαγή.
Με τους ψιθυριστούς σου φθόγγους κάτω από μαυροφορεμένους κράχτες.
Και ύστερα θα σε πιάσω από το χέρι και θα χαθούμε μαζί στα χιόνια.
ΤρέχονταςΑλήθεια.


14.2.11

επιβίωση

Έμαθε
να παρακολουθεί τους σφυγμούς του
κοιτάζοντας -επίμονα- τις κόρες της.
Να εισχωρεί στο μαύρο
και να τρέφεται.
Σαν κηλίδα
αιωρούμενο κενό
να χτυπιέται
-ψάρι μέσα σε νερό-
Αλμύρα.
Και όταν οι φίλοι του τον φωνάζουνε
τρελό
Ξέρει.
Κολλάει στις γωνίες των χειλιών της
σκαρφαλώνοντας
από τούφες μαλλιών.
Επιβιβάζεται
στο σώμα της.

12.2.11

εβδομαδιαίες διαδρομές

O ήλιος δένει επιδέσμους.Τριγυρνάει στο αίμα σου,χτυπάει πόρτες και τσακίζεται στα παράθυρά.Το τσιγάρο σου έκανε σημάδια στην κουρτίνα-κάτι τρύπες μεγάλες,με μαύρο περίγραμμα-.Είναι πιο ωραία έτσι.Έχει και αυτή κάτι από 'σένα,για να καυχιέται.Μην ακούς αυτά τα τραγούδια.Και αυτό το κόκκινο και άσπρο που χύνεται στις γάμπες σου,αγνόησε το.Σημαίες είναι.Χώρες βουλωμένες με χαρτόνια.Ψίθυροι από μυτερά κτήρια,που πλαγιάζουν στους ώμους σου.Μετράς και ξαναμετράς,μα τα λεφτά σου ίσα ίσα χωράνε στις παλάμες σου και τα ψιλά,μονάχα σαν τρέχεις τα ακούω.Δεν τα σκορπάς,τα καταπίνεις.Πληρώνεις τους φόρους και τα ελλείμματα της αιώνιας καταδικασμένης μοναξιάς σου.Ασπρίζεις και σιχαίνεσαι τις σκάλες.Με μια φέτα ψωμί,υπόσχεσαι να σωθείς και μου κλείνεις το μάτι-στα κρυφά την αλείφεις με καθαρό οινόπνευμα και ύστερα σε τρέχουμε με σωληνάκια στα εφημερεύοντα- αρχίζεις να μιλάς ακατάπαυστα -έχεις πάψει να χουφτώνεις τις νοσοκόμες- και οι συγκάτοικοι σου δυσανασχετούν.Οι λευκοφορεμένοι τύποι κουνάνε το κεφάλι ,σκάνε ένα χαμόγελο,μα σαν γυρίσουν την πλάτη,ψελλίζουν ''τρελό...'' -τις τελίτσες δεν τις αναφέρω γιατί με πονάνε - Αυτή τη φορά ήταν σοβαρό λένε.Αλήθεια δεν τους πιστεύω.Σε συμπάθησαν απλά και θέλουν να σε κρατήσουν για τον εαυτό τους.Ομορφαίνεις τους τοίχους τους,βλέπεις.Κερδίζουν επιδόματα για χάρη σου.Αν ήταν Δευτέρα,θα σηκωνόσουν και θα τους πετούσες όλους από το παράθυρο,θα με τραβούσες από το χέρι και θα καταλήγαμε στο γνωστό βιβλιοπωλείο ,να σουφρώνουμε βιβλία.Μα είναι γαμημένη Κυριακή και εσύ αρκείσαι στα ίδια.Απαγγέλλεις.Τον διπλανό σου ,τον μετέφεραν. Βύσμα ήταν μου λες-και ρίχνεσαι στις πίσω σελίδες σου- Πιάνω ένα κιτρινισμένο,από τι στοίβα και εγώ,αράζω στο πλέον άδειο δίπλα κρεβάτι-θα με σηκώσουν πριν προλάβω να το ακουμπήσω-και σε μιμούμαι.
<<Κι όταν τα λόγια του Βελτσάνινοβ τύχει να σε ρωτήσουν : Είναι αλήθεια πως θέλετε να κρεμαστείτε ; Είναι αλήθεια ;
Μπορείς να απαντήσεις σαν τον Παύλο Παύλοβιτς ΄΄Δεν αποκλείεται πάνω στο μεθύσι μου να μου πέρασε αυτή η σκέψη.Δε θυμάμαι .΄΄>>

10.2.11

1866-1925


Αχνίζει
ένα σώμα
πλαστικό
ζαρωμένο
σου γνέφει
Σωριασμένο στα πλήκτρα
του πιάνου
Μια λέξη
που καιροφυλακτεί στα σαγόνια σου
Φτύσε στα σώματά τους
Μια σωριασμένη Κυριακή
που σκότωσε τις υπόλοιπες έξι.
Ποιον κοροϊδεύεις;
Η σωρός του ακούγεται,
δεν είναι ο Σατιέ.

8.2.11

εντερλέζι


Δυο τσιγγάνικα κεφάλια
ακροβατούσαν
σε σωρούς από ερείπια.
Τα χέρια τους βαστούσαν
αρκοντεόν
και οι γλώσσες τους πάλλονταν
μιμούμενες κλάματα.
Είχαν ξεχάσει την φωτιά
να ρουφάει τα αγνά τους χείλη.
Αυτή ήθελε το βλέμμα του
να την καρφώνει
μα αυτό ,ανίσχυρο
συνήθιζε στο να σκοτώνει θεούς.
Τις αυγές πετούσαν φωτιές
στα ποτάμια.
Γυμνοί βύθιζαν τα καράβια τους
σε τόνους λάσπης.
Αυτός ήξερε πως οι ρώγες τις
ήταν δυο,
μα κάθε στιγμή έπιανε τον εαυτό του να τις ξαναμετράει

Αριθμούσε την αγάπη του
Μα κατέληξε στο να προδώσει τον εαυτό του

7.2.11

Μ ' αρέσεις γιατί...

Και ύστερα από τις εμφανίσεις,έπονται οι εξαφανίσεις.
Δε θέλω ποτέ ξανά να σε δω να φεύγεις.
Χάνομαι στο χαμό σου.
Ήσουν εδώ και εκεί,μα με μια σπρωξιά σε πέταξα παραπέρα.Τώρα ίσως να σήκωνα το τηλέφωνο και να σου αράδιαζα ανόητες καταστροφικές βλακείες.Όχι.Είναι αργά.Μάλλον θα κοιμάσαι.Πάνε μόλις κάποιες ώρες που λείπεις,μα πρέπει να μάθεις.
Ο καιρός σήμερα ήταν για να γλείφεις τα δάχτυλα σου -όπως είπα και σε έναν φίλο- .Θα καθόμασταν στο μαγαζάκι δίπλα στο θέατρο και θα σε έπρηζα για τους καλλιτέχνες που στέκονται τριγύρω μας.Ναι.Το χθεσινό λάιβ ίσως παραήταν ηλεκτρονικό για τα γούστα μας,ίσως -παρόλο που φώναζες- δεν είπε -μα τι βλάκας- την έκπτωση - που παίζεις και στην κιθάρα- μπερδεύτηκα με τις παύλες-χάθηκα στο σημαντικό και στο μη σημαντικό- -το ανούσιο δηλαδή;- Όχι.Ίσως δεν ακούστηκαν τραγούδια που μας σημάδεψαν -ούτε εκείνο το Μιράντα του αλκοολικού- -που έπρεπε να μας τα προσφέρει ο καταραμένος- γίναμε και σαρδέλες και στο χα πει. ''Να χαίρεσαι το τώρα..Δε μπορείς πάντα να αλλάζεις κάποια πράγματα'' Ακουμπούσες το κεφάλι στο τιμόνι και σχεδόν τα έβαζες με τον εαυτό σου.Μα στο πα .Έπρεπε να χαρούμε το χθες.Μια βδομάδα είναι.Ίσως και περισσότερο.Τι χαζή.Με κορόιδεψαν οι ίδιες μου οι φράσεις.Μου την έφεραν ανάποδα.Το οινόπνευμα.Τα κόκκινα κουτιά δεν βοηθάνε.Κέρβεροι έξω από τη πόρτα σου και η μουσική να αργεί να κατέβει.Κλείνεις τα μάτια και κοιμάσαι ώρες,Ξυπνάς.Ο ίδιος αναθεματισμένος ήλιος να σου φωνάζει ''Έφυγε.Έφυγε.Είσαι μόνη.'' Τρεις φορές αποχαιρετισμού.Ο τρίτος και πιο δύσκολος.Κάθε πέρσι και καλύτερα-που λενε- .Η πρωτεύουσα κατάντησε μισητή.Ηλίθια.Θα διαβάσω.Γέλια.Θα σε διαβάσω.Θα σε γράψω.Θα σε ψάξω.Αποστολή.
''Αμα σκεφτείς ποιοι δρόμοι μου αρέσουν,θα το βρεις''
Θα το βρω.Αύριο κιόλας.Αύριο θα ψάξω και για ακορντεόν -κανένα μεταχειρισμένο ίσως γιατί είναι και πανάκριβα...-Και θα μάθω το Talijanska αμέσως.Θα φτύσω αίμα για να το μάθω.Ίσως βγω και στους δρόμους,σαν ξεπεσμένος παλιάτσος να τραγουδάω.Μπα,όχι.Κανείς μας δεν θα το ήθελε αυτό.Είναι δύσκολος ο μονόλογος και δεν με βλέπω να γυρίζω πίσω -κλεμμένο από τραγούδι,μαντέψτε ποιο- .Χα.Θεραπεία.Γεμίζω τις μέρες με πρόσωπα.Με 10,32 λεπτά προσποίησης και ίσως προλάβεις να γυρίσεις.Φτάνει.
''Ήσουν ένα όμορφο παιδιιιιι'' .
Άραγε οι σμέρνες δαγκώνουν και όταν κοιμούνται ; Ίσως απλά ανοιγοκλείνουν τα σαγόνια.
Καληνύχτα λοιπόν.Η υπόσχεση είναι υπόσχεση.Τρεις συνεχόμενες νύχτες.Να κρατήσεις το χαρτάκι/συμβόλαιο.
Ααα και μην σε νοιάζουν τα άσπρα σεντόνια.Φαντάσου τα κόκκινα -εε όχι από αίμα-

#1 Νομίζω πως και να το βρω το στένσιλ,όλα αυτά δεν θα χωρέσουν ίσως και στους τοίχους όλης της πόλης.Ο έλα υπερβολές!

2.2.11

(σι)χάθηκα


Μου ζήτησε μια έβδομη Ήπειρο
για να βρέχω τα πόδια του.
Κάγκελα
για να αλυσοδένω
τις κλωστές του.
Ένα φως γερμένο
στα κεφάλια μας
στις ρίζες των κορμιών μας
Ίσως θα ΄πρεπε να μαζέψω μια χούφτα άμμο,
να με θάψω
με τα χέρια του.
Σωπαίνω.
Είναι αργά
για άσκοπες κινήσεις.
Ο χρόνος πυρπολείται.
Τρελαίνεται η θλίψη.
Ένα ρέκβιεμ,
μια γραμμή στον ορίζοντα
και ύστερα
μια εκούσια επιστροφή
σε ένα αιώνιο φευγιό .