ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

19.4.11

ξεχασμένο απόγευμα


ζητούν αγνότητα
μα ερεθίζονται στη σκέψη της κομμένης σάρκας.
στα όνειρά τους τα υγρά λούζουν πρόσωπα
σπαράζοντας από ηδονή
και τα χέρια
μετατρέπονται σε δαγκάνες
σε τεχνητές μηχανές
ευχαρίστησης.

...


Αυτός γυρνούσε στις αμμουδιές
και ξεκουραζόταν σε εσοχές βράχων.
τα χείλη του δεν είχαν αγγίξει βουνά
τα μάτια του τρεμόπαιζαν μπροστά της.
είχε πλάσει μια φωτεινή πλαγιά,
χρωματίζοντας λιακάδες και ενώνοντας τες με το δέρμα της.
μα ήταν μεγάλος με όψη παιδική
και εμπειρίες φανταστικές
και αυτή
ένας γίγαντας
μια καλοκαιρινή μπόρα
κάκτος στο σχήμα των μαλλιών του,
άλλαξε μεριά,
ισοπέδωσε μυαλά
για να υπάρξει εκεί
δίπλα σε μια πασχαλιά
ανάμεσα σε πιεσμένους ήλιους,
πάνω του
λερωμένη από δάκρυα
στοιχειωμένη από το αύριο
ενέπνεε και ενέπνεε
μα δεν αρκούσε αυτό.
μια εισπνοή του ζητούσε
ένα φύσημα
μια ρουφηξιά.

Αυτός
πρόδωσε το κορμί της
αγάπησε το κορμί του
πόθησε τη βρομιά τους

Αυτή,
αυτή έμεινε αυτή.

Αυτός έγινες ένας άλλος,
ένας ξένος.

αφροί ευτυχίας


... και κατάλαβε πως οι πληγές της
δε θα άφριζαν ποτέ ξανά.
τα γονατά της είχαν αλλάξει σχήμα.
ο έρωτάς της αποτυπωμένος σε μελανιές
με καρδιά αλκοολικού.
την έσερνε ψελλίζοντας
και οι ώρες έμοιαζαν χαμένες καιρό τώρα.
καστανόξανθη με μάτια,
αφαιρώντας τα,δε θα ΄έμενε παρά μια
αδίστακτη αμηχανία.
θα γελούσα μπροστά της,
ίσως και να την λυπόμουν λίγο.
βάδιζε αποφασιστικά με εκείνα τα χοντροπάπουτσα
και το γέλιο της
-γι αυτό ναι αξίζει να την θυμάσαι-
μαζί με τα άκρα από το χαμόγελό της
ναι ίσως σε έκαναν να διστάζεις λίγο
και να ζηλεύεις πολύ..
μα τα λόγια του,
αυτές οι βραχνές λέξεις που δένονται και με χτυπάνε
στριφογυρίζουν γύρω μου και είναι αργά και ο ύπνος
έχει καταντήσει σαν τον νοίκι.
δύσκολο να το βρεις και πανεύκολο να το χάσεις.
είχε το βλέμμα πάνω μου,
μα εγώ θυμάμαι μονάχα μια ανυπόφορη ζέστη να μου ορμάει
και δεν θυμάμαι πόνο
μόνο αναρριχώμενες μορφές
και βαθιά μουγκρητά σε γωνίες.
καπνό δεν είχα
έτσι κάπνισα αυτόν
αυτή κουβάλαγε τις γλάστρες μου
λέγοντας ιστορίες
και έψαχνε τρόπο να με μεθύσει.
''είσαι μικρή ακόμα''
''μα οι φίλες μου,δίπλα μου αλλάζουν.και αυτή με σταυρωμένα πόδια ανασαίνει πάντα ανάμεσά μας''του είπα.
''δε θα χω πάντα το κουράγιο να σε ρωτάω τι έχεις .''
τότε καλύτερα να φύγεις.
να φύγεις να τρέχεις να χαθείς
δε με νοιάζει(ς).


...κύλησε μόνος του
πάνω στο στρώμα
το βούτυρο της είχε αλλάξει το δέρμα
ήθελε να σβήσουν τα φώτα.
δεν ντρεπόταν για το σώμα της,
απλά δεν τον εμπιστευόταν.
και αυτός σηκώθηκε,γυμνός
και έσκισε τις κουρτίνες
με μια σιωπή
ανήκουστη
χύθηκε το φως στους ώμους της..

...τα φώτα δεν αλλάζουν σχήμα
όπως εμείς δεν αλλάζουμε δέρμα.
όσο και να σε σιχαθείς
θα συνεχίσεις να σε κουβαλάς.
και το ήξερε καλά.
τα στήθη της είχαν γεμίσει ζευγάρια από γλώσσες.
διαφορετικά σαλιωμένα σχέδια
απλώνονταν στις ρώγες της
και αυτή διψούσε όλο και περισσότερο ,
σαν τα αντίκριζε.
καθώς έμπαινε στο δωμάτιο,
αυτή άνοιγε το στόμα
και βούλιαζε τα μάτια της
και αυτός είτε ερωτευόταν είτε γελούσε.
δεν ήταν η πουτάνα του,η γυναίκα του ήταν.
η γυναικάρα του,με τους μηρούς της και την κωλάρα και το παράξενο βλέμμα και την κοτσίδα στα μαλλιά της.
αυτή έμενε εκεί.
μέσα της και μέσα του.
και αυτός έξω από 'κει.
έξω του και έξω της.
μα κάπως αυτό το έξω και το μέσα
το είχαν ενώσει
και τρέφονταν από την ένωση αυτή.

..και πετάς την ευτυχία
σχεδόν την κλωτσάς με ευχαρίστηση
για να σε δεις άλλη μια φορά
να κλαις κάτω από το σπίτι του
να μιζεριάζεις για επιλογές δικές σου.
και οι άλλοι
με στριφογυριστά μουστάκια
τα βάζουν με τον έρωτα
μέσα από ανυψωμένους καθρέφτες
για λόγους ανύπαρκτους
και φωνάζουν
αφρίζουν
παθαίνουν κρίσεις πανικού
για να δουν τα δυο σώματα
απλά να διαχωρίζονται
να ξεκολλάν.
και ηρεμούν.

4.4.11

κουρδίσματα

είχε σκοτάδι
Τρία ζευγάρια μάτια ισοπέδωναν την άσφαλτο.μια λεπτή σάρπα έλιωνε στο πετσί μου.δουλεία ολόκληρης ημέρας με μουσική απόκρουση ώσπου η Κ.Ζ στα γυρνάει όλα ανάποδα και καταλήγεις να ζητιανεύεις το βλέμμα του.μου πρόσφερε μια κόκκινη κορδέλα με όνομα παράξενο και μου ζήτησε να απλώσω τη παλάμη μου σαν φρεσκοπλυμένο σεντόνι,στα βράχια.κορυφές αποστομωμένες και τα φώτα να συγκλίνουν.άηχη θερμότητα ριζωμένη στα κορμιά μας.
και με έδενε.με έδενε.
είχε σκοτάδι
στα πόδια του τυλιγμένα σχοινιά.παλούκια κόντρα στον άνεμο.μύριζε πορτοκάλι μα έλειπαν τα καφέ παπούτσια.βιβλίο,φωτογραφική μηχανή,ποδήλατο,φρούτα και δέντρα να αποτυπώνονται στις κόρες του.
μου έδεσε τα μάτια.δυο αντικριστοί κύκλοι να με ρουφούν και αυτός να προσπαθεί να ξεγυμνωθεί.
ξαφνικά σώπασε.άλλαξε ο χρόνος.μια γριά πέρασε,βαστούσε ξύλα.φορούσε μαντήλι στο λαιμό,γύρναγε αργά γύρω γύρω,περιστρέφοντας το κορμί της.ένα νεύμα της και βρεθήκαμε να την ακολουθάμε.
φτάσαμε στη γωνία ενός άγνωστου δρόμου.
είχε σκοτάδι
το κόκκινο απουσίαζε.μια τρομαχτικά υπερυψωμένη βεράντα βαστούσε τα κορμιά μας.
κάθισα στο περβάζι.γέλασε και μου πάσαρε ένα άδειο μπουκάλι.έριξα στάχτες μέσα του ,μακρινοί λυγμοί έζωναν τα αυτιά μου.
στο σπίτι το παλιό κρεβάτι έτριζε.δυο σώματα ταλαντεύονταν ενωμένα πάνω του.άγνωστες παρουσίες,ανόητα αγγίγματα.
τον αναζήτησα.κοιτούσε τις σούστες του κρεβατιού παράξενα.βογγητά κάλυψαν την σιωπή μας.σήκωσε το χέρι του,άναψε τη λάμπα.το πρόσωπό του έτρεμε.με πλήσιασε.
΄΄ ξέχασε τους!΄΄ μου είπε.
΄΄ ξέχασε τον!΄΄ μου είπα.
και ξημέρωσε.
είχε σκοτάδι
πρωινό,αποπνικτικό.η κουβέρτα βαριά,το σώμα του να με αλαφραίνει. ενέπνεε ρυθμικά.
σηκώθηκα.τα πέλματα μου γλιστρούσαν
σηκώθηκε.με αγκάλιασε ,με ρούφηξε ,πήδηξε από το παράθυρο και χάθηκε στο τέλος του στενού.
είχε καφέ ,από προχθές,έτοιμο στην καφετιέρα.
μισούσα το όνομά της.ζήλευα όλη της τη μορφή και ίσως και να ήμουν κρυφά ερωτευμένη με τα μάτια της.
τον ήπια μονορούφι.κάπου σκάλωσε το πόδι μου.το τράβηξα.έτσουξε.σωριάστηκα στο πάτωμα.
γύρισα πλευρό.ήταν δίπλα μου.τραγούδαγε στο μωρό.
είχε σκοτάδι
οι μέρες αναπηδούσαν σαν τρίχρονα.
πονούσε η πλάτη του.περιεργαζόμουν τον λαιμό του.μιλούσε κάπου κάπου,ανασαίνοντας βαριά μα δεν νοιαζόμουν.το μωρό τσίριζε και έψαχνα σαν υστερική ωτοασπίδες.
΄΄μητέρα,μητέρα,μητέρα!΄΄,φώναξε
΄΄γιατί έκανα τέτοιο λάθος;!΄΄
τον είδα να σκύβει.έτρεξα να φέρω σφουγγαρίστρα.ανέβηκα πάνω του διψασμένη.έγλυφα και έγλυφα,μα δεν στέρευε.με μετέφερε ημίγυμνη,στη δεξιά μεριά του κρεβατιού.στη μέση το μωρό.στην αριστερή αυτός.αυτό σώπασε.σωπάσαμε όλοι μαζί.
ακούστηκε ένα ΄΄σας αγαπώ΄΄
κάποιος από τους τρεις μας είχε χαμογελάσει.
είχε φως,φως παντού.

2.4.11

ίσως μια άνιση ευτυχία


είναι μόνος
κι ο αέρας χορεύει την κουρτίνα
σιωπηλό βαλς
άψυχα σώματα
μάζευε φύλλα από τα δέντρα που αυτός διάλεγε να την κρύψει..
και σημάδια σημάδια
ζωγραφιές μελανιασμένες στο λαιμό του
πέντε αδίστακτοι κύκλοι
συμβόλαιο μιας μικρής χαριτωμένης απουσίας
ξάπλωσα σε μια πέτρινη πλάκα
και φύσαγες τις φλόγες
και τα έβαζες με τον αέρα
νίκησες
έπαψες να με μετράς
χαμήλωσες κάμποσο.
λίγο ακόμα
χάθηκαν μεγάλοι
όχι οι μικροί
-αυτοί για πάντα θα μας ψάχνουν-

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

οι φωνές λεπτές
ακουμπισμένες στο κομοδίνο
μεταμεσονύχτιες λαχτάρες
στο έλεος της βροχής,των σκουπιδιών
μην φύγεις,μην χαθώ,μην απορείς,δεν είμαι εγώ
ταξίδι
με επιστροφή
και σε ζηλεύει
μονάχα αυτό
δεν σε λυπάται
ίσως ποτέ
ξένος,τρομαγμένος από το ίδιο σου το είδωλο
καταδικασμένος από τις κάλπικες συνήθειες σου
ψεύτης -ειλικρινής-
της ύπαρξής σου
τα μάτια του
τα μάτια του
τινάζει
με σημαδεύει