ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

4.4.11

κουρδίσματα

είχε σκοτάδι
Τρία ζευγάρια μάτια ισοπέδωναν την άσφαλτο.μια λεπτή σάρπα έλιωνε στο πετσί μου.δουλεία ολόκληρης ημέρας με μουσική απόκρουση ώσπου η Κ.Ζ στα γυρνάει όλα ανάποδα και καταλήγεις να ζητιανεύεις το βλέμμα του.μου πρόσφερε μια κόκκινη κορδέλα με όνομα παράξενο και μου ζήτησε να απλώσω τη παλάμη μου σαν φρεσκοπλυμένο σεντόνι,στα βράχια.κορυφές αποστομωμένες και τα φώτα να συγκλίνουν.άηχη θερμότητα ριζωμένη στα κορμιά μας.
και με έδενε.με έδενε.
είχε σκοτάδι
στα πόδια του τυλιγμένα σχοινιά.παλούκια κόντρα στον άνεμο.μύριζε πορτοκάλι μα έλειπαν τα καφέ παπούτσια.βιβλίο,φωτογραφική μηχανή,ποδήλατο,φρούτα και δέντρα να αποτυπώνονται στις κόρες του.
μου έδεσε τα μάτια.δυο αντικριστοί κύκλοι να με ρουφούν και αυτός να προσπαθεί να ξεγυμνωθεί.
ξαφνικά σώπασε.άλλαξε ο χρόνος.μια γριά πέρασε,βαστούσε ξύλα.φορούσε μαντήλι στο λαιμό,γύρναγε αργά γύρω γύρω,περιστρέφοντας το κορμί της.ένα νεύμα της και βρεθήκαμε να την ακολουθάμε.
φτάσαμε στη γωνία ενός άγνωστου δρόμου.
είχε σκοτάδι
το κόκκινο απουσίαζε.μια τρομαχτικά υπερυψωμένη βεράντα βαστούσε τα κορμιά μας.
κάθισα στο περβάζι.γέλασε και μου πάσαρε ένα άδειο μπουκάλι.έριξα στάχτες μέσα του ,μακρινοί λυγμοί έζωναν τα αυτιά μου.
στο σπίτι το παλιό κρεβάτι έτριζε.δυο σώματα ταλαντεύονταν ενωμένα πάνω του.άγνωστες παρουσίες,ανόητα αγγίγματα.
τον αναζήτησα.κοιτούσε τις σούστες του κρεβατιού παράξενα.βογγητά κάλυψαν την σιωπή μας.σήκωσε το χέρι του,άναψε τη λάμπα.το πρόσωπό του έτρεμε.με πλήσιασε.
΄΄ ξέχασε τους!΄΄ μου είπε.
΄΄ ξέχασε τον!΄΄ μου είπα.
και ξημέρωσε.
είχε σκοτάδι
πρωινό,αποπνικτικό.η κουβέρτα βαριά,το σώμα του να με αλαφραίνει. ενέπνεε ρυθμικά.
σηκώθηκα.τα πέλματα μου γλιστρούσαν
σηκώθηκε.με αγκάλιασε ,με ρούφηξε ,πήδηξε από το παράθυρο και χάθηκε στο τέλος του στενού.
είχε καφέ ,από προχθές,έτοιμο στην καφετιέρα.
μισούσα το όνομά της.ζήλευα όλη της τη μορφή και ίσως και να ήμουν κρυφά ερωτευμένη με τα μάτια της.
τον ήπια μονορούφι.κάπου σκάλωσε το πόδι μου.το τράβηξα.έτσουξε.σωριάστηκα στο πάτωμα.
γύρισα πλευρό.ήταν δίπλα μου.τραγούδαγε στο μωρό.
είχε σκοτάδι
οι μέρες αναπηδούσαν σαν τρίχρονα.
πονούσε η πλάτη του.περιεργαζόμουν τον λαιμό του.μιλούσε κάπου κάπου,ανασαίνοντας βαριά μα δεν νοιαζόμουν.το μωρό τσίριζε και έψαχνα σαν υστερική ωτοασπίδες.
΄΄μητέρα,μητέρα,μητέρα!΄΄,φώναξε
΄΄γιατί έκανα τέτοιο λάθος;!΄΄
τον είδα να σκύβει.έτρεξα να φέρω σφουγγαρίστρα.ανέβηκα πάνω του διψασμένη.έγλυφα και έγλυφα,μα δεν στέρευε.με μετέφερε ημίγυμνη,στη δεξιά μεριά του κρεβατιού.στη μέση το μωρό.στην αριστερή αυτός.αυτό σώπασε.σωπάσαμε όλοι μαζί.
ακούστηκε ένα ΄΄σας αγαπώ΄΄
κάποιος από τους τρεις μας είχε χαμογελάσει.
είχε φως,φως παντού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου