ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

5.10.11

το φτερούγισμα και εσύ


Μοσχομύριζες τριαντάφυλλο,λουζόσουν με πέταλα.
Το δέρμα σου είχε κοκκινίσει,το ίδιο και τα μαλλιά σου.
Ξυπνούσες τα πρωινά με πονοκέφαλο,
κάθε μέρα και πιο αργά ξυπνούσες.
Σε χάιδευα στους κροτάφους σου,
απαλά σαν ιδρώτας σε έλουζα.
Σηκωνόσουν και με έντυνες με φορέματα.
Βαριανάσαινες ,ξανακοιμόσουν.
Χάζευα το φως,έβραζα νερό
και έπινα καυτό τσάι.
Μυρωμένος θάμνος το όνομά του.
Οι κουρτίνες μύριζαν μήλο και κανέλα.
Κάθε δυο μέρες με έβαζες να τις πλένω,
γιατί έλεγες,σιχαινόσουν την κανέλα.
Σε πίκριζε.
Καμιά φορά μαγείρευα,
λαχανικά και ρύζι στον ατμό.
Στίβαζα τα λεμόνια στον πάγκο
και ρουφούσα τους χυμούς τους.
Μου έλεγες πως άμα συνεχίσουμε έτσι,
θα καταντήσουμε κόκαλα.
Λευκά οστά.
Έτσι έβγαινες έξω και γυρνούσες με μια σακούλα γκοφρέτες.
Λεφτά δεν είχες,
μα δεν σε ρωτούσα τίποτα.
Το ήξερες πως οι γκοφρέτες ουδέποτε μ άρεσαν,
μα έμενες απορημένος να με κοιτάς με τις ματάρες σου κάθε φορά,στη κάθε άρνηση μου να δοκιμάσω.
Τις έτρωγες όλες μονάχος.
Πονούσε η κοιλιά σου έπειτα
και σου ετοίμαζα χαμομήλια.
Έβρισκα ευκαιρία και ρουφούσα άλλα δυο λεμόνια έτσι.
Χωρίς να το καταλαβαίνεις κάθε φορά.
Στα κρυφά ξίνιζα την μούρη μου.
Όσο γλυκιά και να έλεγες πως είμαι,δεν σε πίστευα.
Οι βόλτες μα ήταν λιγοστές.
Ζούσαμε με έρωτα και αφεψήματα.
Τις νύχτες που κοιμόσουν,έμενα ξάγρυπνη.
Συγύριζα τα πεσμένα στο πάτωμα,παπλώματα.
Δίπλωνα την γύμνια μας.
Ξημερώματα έβγαινα στους δρόμους.
Γυρνούσα με τις τσέπες φουσκωμένες λεφτά.
Δεν φαντάζεσαι πόσα χρήματα χάνουν οι άνθρωποι τα βράδια.
Δεν μου είχες εμπιστοσύνη.
Πίστευες οτι δυνόμουν σε άγριες απολαύσεις,οτι τριγυρνούσα με αδαή αρσενικά,τους έδινε το σώμα μου να το εκμεταλλευτούν και αυτά ως αντάλλαγμα με πλήρωναν.
Τα χρήματά μας έφταναν για τα βασικά.
Τώρα που το σκέφτομαι ίσως γι αυτό με ειρωνευόσουν και με έβριζες.
Δεν ήταν το οτι πίστευες οτι είχα γίνει η πόρνη της γειτονιάς όσο οτι δεν έβγαζα πολλά από όλη αυτή την δουλειά.
Αυτό σε εκνεύριζε.
Με είχες για πιο χοντρά πράγματα εσύ.
Σε απογοήτευα.Το ένιωθα.Το προσπερνούσα.
Σε αγαπούσα και σε χρησιμοποιούσα μαζί.
Στις γιορτές μας σε βάφτιζα με διάφορους ρόλους.
Ήξερες,πως τις μέρες εκείνες,ήμουν η σκλάβα σου.
Μα ωστόσο, καθημερινά δεν ήμουν ;
Μια φορά είπες πως ερωτεύτηκες.
Σε ρώτησα το όνομά της.Έλεγες ψέμματα.Δεν με ένοιαζε.
Είπες θα φύγω.Θα χαθώ μαζί της.Θα γίνω αέρας,ο δικός της αέρας,μοναδικός,αιθέριος.
Είπες πολλά.Μιλούσες για οικογένειες,δουλειές και δείπνα με κρέας και πουρέ.Μου ήρθε να ξεράσω με τα τελευταία.
Άχρηστη με είπες.Πόρνη.Ανοίγεις τα σκέλια σου,για τον κάθε ξεπεσμένο πλούσιο.
Δεν σε μίσησα.Γνώριζα τα ψέμματα σου.Τις παράνοιες σου.
Έφυγες και για πρωτη φορά,ύστερα από δυο χρόνια,με πήρε ο ύπνος.
Ήταν γλυκός μα αβάσταχτος.
Ξύπνησα μεσημέρι.
Έξω φθινόπωρο.
Πορτοκαλιά χρώματα στους τοίχους.
Το δεξί μου χέρι μουδιασμένο.Μαζί σου είχα ξεχάσει πως να κοιμάμαι.
Στη κουζίνα βρήκα έναν λεμονοστύφτη και ένα σημείωμα.
''Για να μην κουράζονται τα χεράκια σου''
Πότισα τον κήπο,σκούπισα τα φύλλα στην αυλή.
Ο ουρανός άλλαζε διαστάσεις.Περιστρεφόταν πεισματικά γύρω από τις χαμηλές πτήσεις πουλιών.
Επιτέλους θα έβρεχε και τότε σε είδα.
Στεκόσουν στο ξύλινο κάγκελο πίσω μου,φορούσες γυαλιά και σχισμένη μπλούζα.
Χαμογελούσες.Ένευσες,μα δεν κουνήθηκες.
Γύρισα στο σπίτι,ρούφηξα ο νέκταρ μου με τον παραδοσιακό τρόπο και έπεσα ξανά για ύπνο.
Ξύπνησα αργά,μεσάνυχτα,ιδρωμένη,γυμνή από την μέση και πάνω,με το κεφάλι σου ακουμπισμένο στα στήθη μου.
Τα σάλια σου έρεαν προς τον ομφαλό μου.
Σχημάτιζαν σκοτεινά ρυάκια παχύρρευστου υγρού και σκιών.
Δέχτηκα την νοτισμένη σου συγγνώμη, αμίλητη.
Σηκώθηκα και άρχισα να σε χαϊδεύω,όπως παλιά,εκεί στους κροτάφους σου.
Σε λίγο θα ξημέρωνε.

2 σχόλια: