ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

22.11.11

Ζάχαρη τον Χειμώνα ;

μοιράζοντας τους χειμώνες σαν κύβους ζάχαρης

Έπεφτε η βροχή
σαν τα ματόκλαδα του
-η τα ματόκλαδα του σαν βροχή-
φθινοπωρινή.
Είχε ξεχάσει έξω τις κουβέρτες,
να λιάζονται,
και αυτή μέσα ξεχνιόταν στο τεχνητό αυτοδημιούργητο σκοτάδι της.
Αποχωρίζονταν την σκόνη τους αυτές,
μα αυτή μούχλιαζε μέσα και έξω,την έτρεφε η σκόνη.
Καθώς τις μάζευε,διέκρινε μια λεπτή στρώση υγρασίας,σκουρόχρωμης,σαν χνούδι..
Το βράδυ αντίκρισε μονάχα τα φρύδια του,μαυριδερά,με εκείνο το ιδιαίτερο τους σχήμα.
Και πουθενά ματόκλαδα.


σε κάτι πλάσματα μικρά μα συνάμα μεγάλα που φύγαν μακρυά

να λοιπόν πως άρχισαν όλα,πως με μια λέξη κόβονται τα νοήματα και νεκρώνονται οι αισθήσεις και εσύ μια ίσως μοναδικά ίδια ύπαρξη χάνεις κάθε σου βήμα για κάθε του κίνηση.
ξεφλουδίζεις τον καρπό και τρως την φλούδα και φτύνεις τα δόντια σου.γελάς με τις χελώνες,τις βάζεις να κάνουν αγώνα και αυτές δεξια και αριστερά ξεχύνονται και επιστρέφουν στα πόδια σου.τα έπιπλα που κουβαλούσαμε μοιράστηκαν σε ανθρώπους κατσαρίδες που αραδιάζουν τα σκουπίδια τους μπροστά στα μούτρα σου και τα αφήνουν εκεί μέρες μέχρι να αξιωθείς να τα πετάξεις εσύ.τα χοροπηδητά μας τότε ήταν ντυμένα με χρώματα μενεξεδιά και η πόρτα εκείνη η ξύλινη με σιδερένιο πόμολο κλειστή και κλειδωμένη χωρίς κανέναν θυρωρό χωρίς καμοιά αιτία για να ανοιχτεί.μα ήρθε αυτός μια νύχτα ντυμένος με σταχτί προβια και κουδούνια κρεμασμένα στην ζώνη του,αυτός δεν μοίραζε πορτοκάλια στους γέρους-όπως συνίθιζαν σε κείνο το μέρος στα ψηλά της χώρας- μα κρατούσε τσιμπίδια και τα χώνε στις κλειδαριές και άνοιγε την πόρτα στο αύριο,σε ένα μέλλον που μας έβρισκε με μάτια ορθάνοιχτα και δέρμα πλαδαρό να κλαίμε κρυφά η μια από την άλλη.η πόρτα γκρεμίστηκε και φύγαμε.η μια κατέβηκε νότια κουβαλώντας μονάχα τις αντίκες της μητέρας της και ένα δυο ρούχα,κατέβηκε και έμεινε εκεί ,σε ένα σπίτι με αρσενικά και μουσική να ξεχύνεται από ηλεκτρικά όργανα.η άλλη ζει κάπου εδώ τριγύρω,φοράει παπούτσια μυτερά και προσπαθεί να βρει αυτό που από μικρή έψαχνε,μα καμιά δεν ξέρει τι..αυτήν την αγαπούσα περισσότερο,ήταν πιο αδύναμη και αθώα,μικρές παίζαμε τις εξερευνήτριες στα βουνά μα κάθε φορά μάτωνε τα γόνατά της και έμενε πίσω,με άφηνε μόνη.περιφέρεται λοιπόν κάπου στα διπλανά τετράγωνα και σκαλίζει την πέτρα της καθημερινότητας της,μα όχι μαζί μου πια,με άλλους.η άλλη η τελευταία ίσως να μαι εγώ αυτή δεν ξέρω,είναι ακόμα εδώ.ακούω μουσική χωρίς λόγια,μονάχα με κινήσεις,ψάχνω βότανα θαυματουργά,σκαλίζω στο πατάρι τις παλιές μου φορεσιές και τα παλάτια που έστηνα στο πάτωμα.κουβαλώ έναν καθρέφτη στο σακίδιο μου,καθώς κοιτώ στα θολά νομίζω πως κάπου στις γωνίες της εικόνας μου τις βλέπω και αυτές να γελάνε η κάθε μια χωριστά,ξεχασμένη από κάθε παλιό λιθαράκι της ελαφρόμυαλης μνήμης της,μα χαχανίζουν κοκκινισμένες και έπειτα χαμογελώ και εγώ...τις σκέφτηκα σήμερα πιο ευτυχισμένες από ποτέ να περπατάνε με τον τρόπο τον δικό τους σε πεζοδρόμια βρώμικα,και τις έβρισα,όπως έκανα και τότε,τις έλουσα με όλα εκείνα τα κοσμητικά επίθετα που είχανε ξεμείνει κάτω από την γλώσσα μου εδώ και καιρό και ύστερα άρχισα να γελώ,με ένα γέλιο ανήκουστο και τρανταχτό,που με τρόμαξε και σώπασα και ξέχασα.πήρα το ποδήλατό,τα μποτάκια στο χέρι και βγήκα για μια βόλτα στην παραλία.το φως είχε κιτρινίσει,μια ομίχλη σαν θεριό βούιζε από μακρυά,βουλώνοντας τα αυτιά μου.ο χειμώνας έφτανε ,κοντοστεκόταν,συνέχιζε και θα με βρει εδώ-το ξέρω-παρούσα μαζί του.ο πρώτος χειμώνας που θα αναμετρηθεί με την απουσία τους.περιμένω λοιπόν..

ο χ ρ ο ν ο ς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου