ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

21.12.11

३९

Από το παραθυράκι ακούω τραγούδια.Γιορτάζει ο κόσμος την ξέφρενη λύπη του.Απελπισμένα δύστυχης ξενιτεύεται.Είμαι ανεβασμένη,σε έναν υψωμένο τοίχο και βαστώ σταγόνες από τον ιδρώτα του.Εκείνος φωνάζει να φορέσω ζακέτα γιατί θα αρρωστήσω και θα τρέχει να βρει φάρμακα στην πόλη,ενώ από μέσα ξεχύνονται μυρωδιές καμένου κρέατος.Φοράει γάντια και ένα σχισμένο πουκάμισο,δώρο μου.Τα μαλλιά του αγριεμένα,μου θυμίζουν θαλασσοταραχή και αίφνης σιγοψιθυρίζω..
΄΄να μας πάρεις μακριά
να μας πας στα πέρα μέρη
φύσα θάλασσα πλατιά
φύσα αγέρι φύσα αγέρι΄΄
Με ακούει,κοιτάει προς το μέρος μου λοξά,φωνάζει πως και θυμήθηκες την θαλασσογραφία;
Θαλασσογραφία,σωστά.Περνάνε από μπροστά μου,τα γράμματά του αιχμηρά,με ουλές και οπές.

Θυμάμαι,ήταν μια νύχτα αλλοπρόσαλλα υγρή.Ανεβαίναμε ανηφορικούς δρόμους.Έπαιζα με τα πλακάκια,με τις διαχωριστικές τους γραμμές και εσύ είχες βγάλει τα μποτάκια σου,τα βαστούσες στο χέρι και μουρμούριζες.Είχαν αλλάξει πολλά τότε.Είχα αρχίσει να αδιαφορώ,ή τουλάχιστον να προσποιούμαι την αδιάφορη. Βαριόμουνα τις πολλές κουβέντες μαζί σου.Με κούραζε όλος αυτός ο σωρός από τρίτους που μου ξεφούρνιζες.Τότε ήθελα να μιλάς μόνο για μένα.Να σκέφτεσαι φωναχτά μόνο εμένα.Ήμουν ένα κεντραρισμένο σύμβολο σε μια κόλλα ολόλευκη,ήθελα να με ψεκάσεις γιασεμί και να μου δώσεις μορφή.Μα ήσουν αθώος και δεν καταλάβαινες.Σιωπούσα ,μεταμφιεζόμουν σε ένα απαθές πλάσμα,εσύ άπλωνες τα χέρια σου δήθεν παρακλητικά και απεγνωσμένα,μα μέσα σου στοιβάζονταν όλα και σε έβλεπα που μέρα με την μέρα έχανες την γυαλάδα σου.Ακόμα και τα μάτια σου,ένα παγερός κύκλος με βαλτόνερα,τόσο είχαν ξεπέσει...
Έβλεπα όνειρα με πλουσιοπάροχα δείπνα,με φαγητά που το λίπος τους,έσταζε από τα πιάτα,σχηματίζοντας κρούστες,πως εσύ,αν και δίπλα μου είχες εμφανίσει μικροσκοπικά μάτια σαν φακίδια πίσω στην πλάτη και χαζογελούσες με ψηλόλιγνες με μπερέ στο κεφάλι,κοπέλες.Ξυπνούσα και κοιμόμουν πάντα με το ένα πόδι σταυρωτό και το άλλο τεντωμένο,δεν είχα φαντασιώσεις,μονάχα προετοίμαζα την επόμενη μου κίνηση.Είχα βαλτώσει σαν τις κόγχες των ματιών σου.
Κρυβόμουν στα σκέλια άγνωστων αντρών,με λεπτούς καρπούς άπλωνα ρούχα,συνεχώς έθετα το σώμα μου σε κίνηση,για να μην σε σκέφτομαι.Εσένα,την τύχη,το μέλλον,την παρακμή μας.Να ξεφύγω ήθελα,ίσως μαζί σου,μα δεν μου άφηνες περιθώρια,ένιωθα πως πλέον είχα παραμείνει με ένα μπαστούνι,μονάχη να κρέμομαι από γκρεμούς,εσύ χανόσουν σε άλλα μονοπάτια,το πάθος σου είχε χρωματίσει το χώμα,έρεε από κάθε ζωντανή σπιθαμή μου,κατέληγε στα υδάτινα υποστρώματα,σαν οργανική ύλη φρόντιζε για κάτι άλλο για κάτι που σίγουρα δεν ήμουνα εγώ.Και το ταξίδι που πάντα έπλαθα πλάι σου,με όλα όσα ζωγράφιζα και πασπάλιζα στις αρχές,δεν έγινε ποτέ.Κιτρίνισαν τα δάχτυλα μου,τα χείλη μου ξερά-μήτε το λεμόνι με μέλι δεν τα μαλάκωνε-,εσύ έξω από ένα φούρνο να μιμείσαι τις κινήσεις μου.Πουθενά ο έρωτας σαν έρωτας,μονάχα η ηχώ μιας πρώτη αγάπης και ορισμένα τρικλίσματα από το πρώτο γνήσιο ρακόμελο.

Είχε αρχίσει να χιονίζει.Είχα κατέβει από το ύψωμα κουβαλώντας μαζί μου δυο τρεις γρατσουνιές.Μου κρατούσε το χέρι και μιλούσε για το πως ο άνθρωπος έπαψε να αφουγκράζεται την σιωπή και πασχίζει να δίνει νόημα σε κάθε λέξη.Του είπα πως χωρίς σιωπή,θα ένιωθα μουγκή.Κοντοστάθηκε για λίγο,είσαι αστεία μου είπε και συνεχίσαμε.
Είχαν περάσει λίγοι μήνες που έμενα με αυτόν,-εσύ αδιόρατος-,δεν με είχε ξεγυμνώσει ποτέ.Του άρεσε έλεγε να με φαντάζεται. Πολλές φορές ξάπλωνα δίπλα του γυμνή,κολλούσα στις άκρες του,μα αυτός μούγκριζε και βρυχόταν.
Τα πρωινά έκοβε ξύλα και εγώ έτρωγα βραστά κρεμμύδια.Τα κουβάλαγε έπειτα,άναβε φωτιά και έβαζε σε τηγάνι κρέας,μια κούπα λάδι και τηγάνιζε.Κάθε μέρα λίπος και κρεμμύδια.Σε έκανα άνθρωπο μου έλεγε,αλλιώς θα πέθαινες.Άκου εκεί βραστά κρεμμύδια.Σιωπούσα,αναστέναζα,σκεφτόμουνα τα παλιά,τότε που εσύ ένα άλλος είπες κάτι παρόμοιο σε άλλο πρόσωπο όμως,και δάκρυσα.έφτυσα το λιπαρό του κρέας,έτριξα την καρέκλα και βγήκα από το σπίτι.
Το χιόνι είχε σταματήσει.Δέντρα ολόλευκα τίναζαν τα φυλλώματα τους. Κάθισα στις παγωμένες πέτρες,σχεδόν έκλαιγα.Ύστερα άκουσα την πόρτα να ανοίγει,βήματα να με πλησιάζουν.΄΄Γαμώτο!΄΄
πήγε να με σηκώσει από τις μασχάλες.Έριξα όλο το βάρος μου μπροστά.΄΄Τί έχεις πάθει;΄΄ μου φώναξε.΄΄Φεύγω!΄΄ του είπα.
Σηκώθηκα απότομα,σχεδόν έτρεξα μέχρι το πόδι μου να πατήσει στο μονοπάτι για το χωριό.΄΄Μα είσαι σχεδόν γυμνή!''
Βάδιζα αργά μα σταθερά, ξεθάβοντας με το πόδι μου και ελευθερώνοντας το χιόνι από το μονοπάτι.΄΄Τράβα βρες τον!Νεκρός είναι,νεκρός...!΄΄, ξεφώνισε και ύστερα έσκασε σε ένα γέλιο τρανταχτό και θορυβώδες,ώσπου το τοπίο άλλαξε,τα δέντρα αραίωναν και θάμνοι άγριοι,αφυδατωμένοι από το κρύο, ξεπρόβαλαν.
Νύχτωνε,απλωνόταν ομίχλη,ο νους μου θόλωνε,τα άκρα μου σαν να είχαν αλλάξει θέσεις,ένιωθα τον παλμό τους.
Και ύστερα είδα μέσα από φώτα κιτρινωπά,περιλουσμένα με καπνούς τα πρώτα σπίτια του χωριού.

Θα ξημέρωνε.Με το πρώτο φως θα ξύπναγα,θα έβρισκα-σαν εκείνη την φωτογραφία-,πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι να στέκουν τα χέρια σου,απαλά,με τα χοντρά σου δάχτυλα,να ακουμπούν την κούπα με το τσάι,δίπλα ο χαλβάς μισοτελειωμένος,ψωμί ολόμαυρο με σπόρους και ένα καλάθι με φρούτα,όλα για μένα,α! και στο πλάι μια τάρτα λεμονιού,αχνιστή,ελαφρώς δοκιμασμένη.Θα καθόμουν απέναντι σου στο σκαμνί,θα σε κάρφωνα στα μάτια,καθαρίζοντας ένα μανταρίνι,θα έψαχνα με τα γόνατά μου τα δικά σου και ύστερα καθώς θα μου έσκαγες ένα από κείνα τα χαμόγελα,τα περασμένα,τα ελαφρά,γεμάτο νοήματα,εγώ,-έπειτα από δευτερόλεπτα σιγής-,θα σου έλεγα γεμάτη ενθουσιασμό πως η τάρτα λεμονιού θα κρύωσε και καιρός να την φάμε πριν αρχίσουν να λιώνουν τα χιόνια από τις πρώτες διστακτικές αχτίδες του ήλιου..