ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

21.3.12

παράλληλη λύτρωση

Στα χιονισμένα χρόνια της μοναχικής της ύπαρξης,
περιγελούσε τον θάνατο.

Τα πρωινά,δειλά δειλά έβγαινε στην αυλή,κουλουριασμένη με μια μάλλινη ροδοκόκκινη εσάρπα.
Ερχόταν έπειτα ο κύριος Χ,με φανταχτερό μεταξένιο κουστούμι και κίτρινα κρόσσια στα παπούτσια του.
Την βαστούσε από το χέρι και περπατούσαν αργά,κάνανε τον γύρο του σπιτιού .
Τα μαλλιά της,χιονισμένα χρόνια τώρα,με ασημένιες αποχρώσεις,χύνονταν στους ώμους της.
Σήμερα θα μαγείρευε βρασμένο λάχανο.Σκέτο χωρίς ίχνος κρέατος.Θα είχε επισκέψεις σήμερα ,και οι επισκέψεις της δεν τρώγανε το κρέας.
και όχι από τον κύριο Χ(αυτός αρνήθηκε για ακόμα μια φορά την πρόσκλησή της)


μια άλλη όψη της χλωμάδας.
ήταν νέα ,τις νύχτες έπλενε το πρόσωπο της με αιθέρια έλαια ,το πρωί ξύπναγε δοσμένη σε εφιάλτες.

Ξύπνησε.Μια γριά χαρακωμένη από τα χρόνια,με μια πλεξούδα χοντρή να στέκει πλάγια στον ώμο της και μάτια γκρίζα,σαν σύννεφα αιωρούμενα,έπλεκε καθισμένη δίπλα της, μια ήδη τελειωμένη ροδοκόκκινη μάλλινη εσάρπα.

-Γιαγιά ; !ψιθύρισε.
-Πες μου,γιαβρόπομ,τι είδες ;

Ήτανε λέει μια κοπέλα,καστανή,με μάτια σκούρα και χείλια λευκά,γαλανόλευκα,με την αντίθεση να έχει γεννηθεί πάνω στο κορμί της,να έχει ριζώσει σαν αγριόχορτο στο πετσί της.Ήταν μαζί μου σε ένα χαμηλοτάβανο δωμάτιο με ένα παράθυρο σιδερένιο και ένα μακρύ ξύλινο τραπέζι.
Στεκόμασταν και κοιταζόμασταν,το βλέμμα της ακουμπούσε απλωνόταν πάνω μου,θαρρείς και αντανακλούσε τις πιο σπάνιες ακτινοβολίες,μονάχα για μένα,ήταν.Με τις κόρες της καρφωμένες στα ζυγωματικά μου,άπλωσε τα χέρια δίνοντας μου ένα πλαστικό δοχείο,σαν αυτά που στα χωριά βάζουν τα φρέσκα αυγά από τις κότες (ναι αυτά με το κίτρινο καπάκι) και τα στέλνουν στα παιδιά τους στη πόλη.
Το κουτί,βαρύ,περιείχε χώμα μέσα και κάτι σκαθάρια,με χρωματισμούς να απλώνονται στο κέλυφος τους,χοντρά,με λεπτές μαυριδερές κεραίες.
Μου τα ΄δωσε,με μια ελαφριά κίνηση,το παρέδωσε στα δικά μου χέρια.Έπρεπε να καθαρίσω το δοχείο από τα σκαθάρια,να τα βγάλω από εκεί μέσα,αφήνοντας μονάχα το καστανοκόκκινο χώμα.
Έτσι,σαν να τηρούσα ιεροτελεστία,με μια βουβαμάρα να κουφαίνει την πλάση γύρω μου,άρχισα με το χέρι μου,ένα , ένα να τα σηκώνω και να τα πετάω έξω από το δοχείο.Αυτά ζουζούνιζαν ενοχλημένα,ανοιγόκλειναν τα φτερά τους και δραπέτευαν.
Συνέχιζα,όταν αντιλήφθηκα οτι λίγο πιο δίπλα ακουμπισμένος στο περβάζι,στεκόταν και αυτός,ξενυχτισμένος και ιδρωμένος.Φορούσε ένα γάντι σχισμένο και μια δερμάτινη λωρίδα ήταν περασμένη γύρω από τον δεξιό του αγκώνα.Με κοιτούσε μάλλον με οίκτο,ίσως και με έναν κρυφό θυμό ή ζήλια.Έτσι παραδομένη στην εικόνα του δεν πρόσεξα πως στο χέρι μου βαστούσα μια αράχνη με μια μεγάλη και στρογγυλή κύστη στο σώμα της.Και ενώ φευγαλέα απόρησα πως βρέθηκε αυτό το εντελώς σπάνιο είδος αράχνης να συμβιώνει με σκαθάρια στο κουτί,δεν φάνηκε ωστόσο να δίνω ιδιαίτερη σημασία.Έτσι η αράχνη μη μπορώντας φυσικά να σταθεί ακίνητη και αισθανόμενη τον κίνδυνο τριγύρω της,άρχισε να προχωρά στον καρπό μου.Σε κάθε της βήμα,ένιωθα το κορμί μου να βαραίνει,ένα μούδιασμα διαπερνούσε το χέρι μου και με μια κίνηση την έδιωξα μακρυά.Είχε πρηστεί ο καρπός μου,με ένα μοβ χρώμα να απλώνεται στο δέρμα μου.Αυτός παρακολουθούσε την σκηνή,πράος και αδιάφορος για ότι συνέβαινε.
Οι σκηνές πέρασαν με την αλληλουχία που φαίνεται να διαδέχεται όπως συνιθίζεται στα όνειρα η μια στιγμή την άλλη,έτσι ώστε βρέθηκα
να κάθομαι οκλαδόν στο χαλί,το κεντητό, στον αργαλειό της προγιαγιάς, και αυτός ξαπλωμένος δίπλα στην κουβερλή να χουφτώνει την κοπέλα με τις αντιθέσεις και να χαζεύει γύρω στις 4 αράχνες,οι οποίες σαν υπνωτισμένες κρέμονταν από τα μαλλιά της.
Του μιλούσα,στην αρχή ήρεμα,μα ύστερα φώναζα και τσίριζα ,χτυπούσα και ξήλωνα κρόσσια από το χαλί και έβαζα τα κλάματα συνάμα,μα αυτός γλυφόταν και άστραφτε σαν ρουφούσε τις τρίχες της ,μαζί με τους ιστούς...
Ύστερα νύχτωσε απότομα,σαν κάποιος να έκλεισε τα φώτα,δεν τον έβλεπα πουθενά,μήτε αυτόν μήτε την κοπέλα ,μονάχα ένιωθα αράχνες να κεντάν τους ιστούς τους,σιμά μου,και ένα βουητό από ένα πλοίο,ένα αποχαιρετιστήριο βουητό ερχόταν στα αυτιά μου από κάπου ίσως κοντά,μα και μακρυά.

-Έλα σήκω,σήκω σου λέω...θα φτιάξω χαμομήλι,χμ ναι ζεστό χαμομήλι με τσουκνίδα θα σου κάμω ..Έχω και ελιές και ψωμί,να φας να πάει κάτω..ή μήπως θες μια φέτα με μέλι,ε γιαβρίμ;
Ξέχασε τον,μπεζέρισες πια...Να χεζναπαν...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου