ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

25.4.12

Σαν κάτι να χανόταν από πάνω της,να στριφογύριζε πέρα από κάθε όριο του νου,να διασκέλιζε στο ημίφως,σαν τέφρα σε άγονους τόπους,σαν γύρη αιωρούμενη,καθοδηγούμενη ίσως από τις κινήσεις του,να αναπηδούσε,να σερνόταν.
με διαταραχές να την αγκυλώνουν,όρνια να μάχονται εντός της.
Ημέρευε το είδωλο της,με καχεκτικές γάτες πάλευε,ξενύχιαζε δέρματα από ινδικά δώρα,δικά του,μονάχα δικά του.
Περίσσευαν μπαχαρικά,στόλιζε τις τούφες της,τις μπροστινές,χωρίς ίσκιο.
Θα παρέμενε πλάι στα δέντρα,στις συκιές,στα χαμηλά,με τους ρημαγμένους ανθούς τους από το  νέφος,το ανώτερο όλων,αυτό της επιστήμης.
Μοναχική,άυλη,μα ξεσηκωμένη από υπόγειους έρωτες,θα παρέμενε,θα φρόντιζε να υγραίνεται και ας μην έβγαζε από τα σπλάχνα τίποτα άλλο παρά μόνο γύρη.Δική του,μονάχα δική του.Ας του άνηκε αυτή και η γύρη,ας του άνηκαν και οι δυο.
Περαστικοί,θα έζωναν σαν μαυροπούλια,με δάχτυλα λόγχες,θα βουτούσαν στα υγρά της.
Κλάμα δεν θα αφουγκραζόταν κάτω από βροχές,και τα χιόνια σαν πυρωμένα άστρα θα γυρόφερναν την μορφή της.
Στην κοιλιά της,θα δέσποζε καταιγίδα χρωμάτων,μυριάδες μέλισσες,άηχες θα λύτρωναν το επίπεδο δέρμα της..
Νοτισμένη τώρα,με άφαντους εραστές και ξεχασμένους συγγενείς,κρεμόταν από τα κλαδιά και τίναζε τα πόδια της.
Έσφαλε.
Γελούσε αυτός,την τράβαγε από το χέρι,της έδειχνε τους λόφους.
Ίσως αν την κοίταζε ακόμα λίγο,να ξεγυμνωνόταν εμπρός του,να του έδειχνε τις φωλιές της ανάμεσα στα σκέλια της,μα αυτός είχε κιόλας γυρίσει το κεφάλι του προς τη δύση και ατένιζε τους κόκκους της γύρης του.
Χαμογελούσε τώρα,πιο ήπια,απομακρυσμένος από κάθε τι οικείο.
Λαμπύριζαν γύρω του οι νύμφες.

Παρέμεινε ένα θηλυκό,κούφιο απολίθωμα,μια πρώην γυναίκα,με μεγάλα μάτια,καστανές  βλεφαρίδες και μάλλινες μπλούζες,πορευόταν προς τον ανεκπλήρωτο έρωτα μιας νέας ολόδική της ύπαρξη,που η ίδια έπνιξε προ καιρού,υπνωτισμένη από ένα ξενικό όνειρο της νύχτας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου