ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

28.9.12

ο Χάβελ


Λένε για έναν άντρα λιπόσαρκο με μικρό κεφάλι και μακρυά χέρια,που ζούσε σε ένα σπίτι πέτρινο κοντά σε μια λίμνη έξω από ένα χωριό.
Η όπερα σαν μοτίβο ακαθόριστων σχημάτων,περίκλειε την καθημερινότητά του.Φωνές αφύσικες,ελαφρώς αλλοπρόσαλλες,θαρρείς ερχόμενες από έναν άλλον χρόνο όπου τα σπίτια είναι τεράστιες αίθουσες γεμάτες εξωτικά πουλιά με κόκκινα φουσκωμένα λαρύγγια.
Περιπλανιόταν σαν πατέρας και σαν φίλος έξω από το σπίτι του.
Προχωρούσε, κοντοστεκόταν,έκλεινε τα μάτια , αδημονούσε για κάτι.


Είχε μια τρέλα,κάτι σαν κρυφό ταρακούνημα,που γεννιόταν στα έγκατα του και βογκούσε.Το χρώμα του γκρίζο σαν χάρτινη σκιά.
Τα παιδιά άρπαζαν μανιωδώς τις στάχτες του,τις μάζευαν μια μια,τις τύλιγαν σε καθαρό κεντητό μαντήλι και μασουλώντας βρεγμένες φέτες ψωμί πασπαλισμένες με κακάο και ζάχαρη,τρεχάμενα,άπλωναν τα χέρια τους με μια κίνηση,
αίφνης ,το μαντήλι με τις στάχτες αφηνόταν στη ποδιά της μάνας τους.
Αυτές με τη σειρά τους,ύστερα από ώρες προσμονής και κούρασης,περιεργάζονταν το μαντήλι,σαν να τους φαινόταν ξένο πια,το άνοιγαν, περιπάιζαν με τα δάχτυλά τους το εσωτερικό του και έπειτα σηκώνοντας το κεφάλι δεξιά και αριστερά,ξεφεύγοντας από τα στραβά βλέμματα των περαστικών,αστραπιαία το έχωναν ανάμεσα στο μπούστο τους και με στόμφο συγύριζαν τα ρούχα τους.
Η ύλη αυτή υπήρξε εκείνον τον καιρό δυσεύρετη μα πάνω από όλα μυστική.
Οι γυναίκες την έκρυβαν από τους άντρες τους και τις νύχτες ,ενώ δίπλα τα ροχαλητά και παραμιλητά δίναν και πέρναν,αυτές βγάζανε από το μπούστο τους το μαντήλι με τις στάχτες ,το σκόρπιζαν στο δέρμα τους και με απαλές κινήσεις το μετέφεραν σε σημεία ορατά και μη.Η ηδονή βουβή τις τράνταζε,τα σιδερένια ντιβάνια έτριζαν,σεντόνια έσταζαν,το πάτωμα γλιστρούσε..Ύστερα αποκαμωμένες γέρναν το κεφάλι τους στο πλάι και πέφταν σε έναν ύπνο λευκό δίχως όνειρα.

Αυτός δεν γνώριζε. Αφηγούμενος ιστορίες του παρελθόντος δεν έδινε σημασία στα σκυμμένα κεφάλια των παιδιών.
Τι τον ένοιαζε άλλωστε αυτόν;
Ανακάλυπτε  τα πλεγμένα κύτταρά του και εισχωρούσε σε κύκλους ορφανούς.
Οι γυναίκες του θύμιζαν γάλα,κορμοστασιές στα τέσσερα,λύκαινες,ερωτικές πτήσεις..
Ίσως να υποψιαζόταν τον πόθο που δημιουργούσε ,μα αδιαφορούσε για τις ξενικές φαντασιώσεις των θηλυκών.


-Και που θα με πας ;
-Σε ένα νησί,θα δεις.
-Μην βιαστείς μονάχα.Μη χάσουμε τον ήλιο.
-Δεν θα χει ήλιο εκεί,μήτε πρωινά και αυγούλες.
-Και τι θα ΄χει δηλαδή ;
-Θάλασσα παρθένα,πέτρινα σπίτια και χωριουδάκια μικρά σαν τις πατούσες σου.
Του είχε κλείσει τα δάχτυλα ανάμεσα στους μηρούς της και είχε απλώσει το κεφαλάκι της στο στήθος του.
-Γεννήθηκες νωρίς.Άργησες να γευτείς την έλλειψη.
-Τι εννοείς ;
Τα άκρα του σαν να τρεμούλιασαν. Πέτρωσαν οι εκφράσεις του.
-Φύγε μόνος σου.Δεν σπαταλιέμαι άλλο.
Έβαλε τότε αργά αργά το φόρεμα της.
Του τα πήρε όλα,έγινε με μιας ο θάνατος του,η έξοδος του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου